-
1 γεγαμεν
-
2 γεγάμεν
γεγάμε̄ν, γαμέωD Deor.perf inf act (epic) -
3 ἐκ-γεγάμεν
ἐκ-γεγάμεν, - γεγαώς, - γεγάονται u. ä., zu ἐκγί-γνομαι.
-
4 γίγνομαι
γίγνομαι, werden; entstanden aus γιγένομαι, Wurzel ΓΕΝ mit Reduplication, vgl. gigno (aus gigeno), genui; ion. u. seit Arist. gew. γίνομαι, was Moeris tadelt; fut. γενήσομαι; aor. ἐγενόμην; sync. ἔγεντο Hes. Th. 705; Pind. P. 3, 87. 4, 28; γέντο Sp. Ep.; perf. γεγένημαι u. γέγονα, wozu die syncopirten Formen bei Hom. u. andern Dichtern γέγαμεν, γεγάασι, γεγάᾱτε, Batrach. 143, inf. γεγάμεν, partic. γεγαώς, γεγαυῖα, Tragg. zsgz. γεγώς, γεγῶσα, auch Ar. Lys. 641; Philem. Stob. fl. 30, 4 u. a. com.; Sp., Pol. u. Folgde, wie N. T. brauchen ἐγενήϑην für ἐγενόμην, was eigtl. nach Phryn. p. 108 dorischer Gebrauch war u. sich in ἐξεγενήϑη, s. unt., auch bei Plat. findet; auch Philem. compar. Men. et Phil. p. 360. 361; γενηϑήσομαι, was bei Plat. Parm. 141 e dem γενήσομαι gegenübersteht, ist vielleicht mit Schleiermacher in γεγενήσεται zu ändern; Pind. hat wie von γέγηκα den inf. γεγάκειν Ol. 6, 49, wozu Hesych. einen Conj. γεγάκω anführt; ἐγεινάμην s. oben unter γείνομαι. – 1) werden, nach Plat. Parm. 156 a οὐσίας μεταλαμβάνειν; Ggstz ἀπόλλυσϑαι 163 d (Xen. Mem. 1, 1, 15); εἶναι Phaed. 102 e u. öfter; τὸ γεγονός, im Ggstz von τὸ κατὰ ταὐτὰ καὶ ὡςαύτως ἔχον Tim. 29 a. – a) geboren werden, von Menschen u. lebenden Wesen übh.; seltener von Pflanzen, wachsen, d. h. entstehen, hervorgebracht werden, wie Od. 9, 51; vgl. Arist. rhet. 2, 15 τὰ κατὰ τὰς χώρας γιγνόμενα, ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος; Ggstz ϑανεῖν, Hes. O. 173; ἔκ τινος Il. 5, 548. 6, 206; Her. 7, 11; πατρὸς ἐκ ταὐτοῦ γεγώς Eur. I. A. 407; ἐξ ὧν γίγνεται πάντα Plat. Phil. 27 a; οἱ ἐξ ἡμῶν γεγονότες Isocr. 5, 136; – τινός Eur. Hec. 383; πατρὸς μὲν λέγεται Κῦρος γενέσϑαι Καμβύ. σου Xen. Cyr. 1, 2, 1; Plat. Prot. 328 c; – ἀπό τινος, abstammen, Her. 8, 22; ἀπὸ ϑεοῦ Plat. Soph. 265 c; Xen. Cyr. 4, 1, 24 An. 2, 1, 3 (vgl. τὰ ἆϑλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένοντο, sie wurden von 4 Talenten genommen, d. i. betrugen 4 T., Xen. Hell. 4, 2, 7); κακῶς γέγονας, von schlechter, gemeiner Herkunft, Ar. Equ. 218; Plat. Theaet. 173 b; καλῶς γεγονότες Isocr. 7, 37; γεγενῆσϑαι Dem. 60, 3; κάλλιον, εὖ, Her. 1, 146. 3, 69; – ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς, 13 Jahr alt, Her. 1, 119; u. so überall bei Att,; mit dem Zusatz ἀπὸ γενεᾶς Xen. Cyr. 1, 2, 13; seltener steht der gen. in dieser Vrbdg, Isocr. 12, 3, von Bekker in den acc. verändert; Plat. Lgg. XII, 951 c; Plut. Pyrrh. 3; Ael. V. H. 3, 19; τέταρτον καὶ ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς Luc. Macrob. 22; vgl. Plut. Philop. 18. – b) übh. werden, u. γέγονα, gew o rd en sein, = εἶναι, oft, z, B. Plat. Phaed. 64 c; aber Ion. 532 b καί εἰσι ἢ γεγόνασιν ἀγαϑοί u. öfter zur Bezeichnung der Vergangenheit, Gegenwart u. Zukunft; γεγονότα ἢ ὄντα ἢ μέλλοντα Rep. III, 392 d; γ. ἢ ὄντα ἢ ἐσόμενα Legg. X, 896 a; γενόμενον καὶ – Phil. 65 e; τὸ γενησόμενον, der Erfolg, Thuc. 1, 138. – c) entstehen, geschehen, sich ereignen, in mannigfachen Vrbdgn; so bei Hom. Πηλείωνι δ' ἄχος γένετο Iliad. 1, 188, ihm entstand Zorn, d. h. er ward zornig; Τρώων ἀγορὴ γένετο Iliad. 7, 345, es fand eine Versammlung statt; ἴδμεν δ' ὅσσα γένηται ἐπὶ χϑονὶ πουλυβοτείρῃ Odyss. 12, 191, Alles was sich auf Erden ereignet; ὕβρισμα ἐκ τῶν Σαμίων γενόμενον Her. 3, 48; γάμοι γίγνονται, ὅρκοι u. ähnl.; πνεῦμα γίγνεται, es tritt Wind ein, Thuc. 2, 84; τὰ ὑπ' αὐτοῦ γιγνόμενα καλὰ γίγνεται Plat. Theaet. 200 e, wie Xen. An. 7, 1, 30; κακῶς γίγνεταί τινι, es geht Einem schlecht, Her. 1, 8. 9, 109 u. ä. oft; – γίγνεται εὑρεῖν, es trifft sich, daß man findet, Hes. Th. 639; γένοιτό μοι λαβεῖν Xen. Cyr. 6, 3, 11; vgl. Oec. 17, 3 u. Plat. Rep. III, 397 b; mit folgdm ὥστε, z. B. πολλάκις γέγονεν, ὥστε καὶ τοὺς μείζω δύναμιν ἔχοντας ὑπὸ τῶν ἀσϑενεστέρων κρατηϑῆναι Isocr. 6, 40; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 10 Cyr. 8, 2, 2; – aber auch = freistehen, möglich sein, An. 1, 9, 13; Plat. Rep. III, 397 b; ϑαυμάζω εἴ τῳ γέγονεν, ἂν τὰ παρόντα ἀναλώσῃ, εὐπορῆσαι Dem. 3, 19; – τὰ γιγνόμενα λέγειν, sagen wie es wirklich ist, die Wahrheit, Her. 2, 28; Plat. Theaet. 175 b u. sonst; γενομένης τῆς ἀπειλῆς, da sie in Erfüllung ging, Dem. 24, 141. – d) von der Zeit; im eigtl. Sinne, ἡμέρα, δείλη γίγνεται; Plat. Epinom. 985 e ἥλιος, ἡ σελήνη, vom Aufgehen derselben; herankommen, ὡς δὲ τρίτη ἡμέρα τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο, als der dritte Tag herangekommen, d. i. den dritten Tag, nachdem der Knabe ausgesetzt worden, Her. 1, 113; verstreichen, ὡς γὰρ διετὴς χρόνος ἐγεγόνεε ταῦτα τῷ ποιμένι πρήσσοντι 2, 2; πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Plat. Prot. 320 a; vgl. Phaed. 108 c; χρόνου γενομένου, nach Verlauf einer Zeit, D. Sic. 20, 109. – e) beim Zählenn. R ech nen: sich als Resultat ergeben, ὁ γεγονὼς ἀριϑμός Plat. apol. 36 a; ἐγένοντο μύριοι, es kamen heraus, machten aus, Xen. An. 1, 9, 1 Cyr. 1, 5, 5; Thuc. 3, 17. 75; Dem. 27, 11; τούτων πλήρωμα τάλαντ' ἐγγὺς διςχίλια γίγνεται ἡμῖν Ar. Vesp. 660; τὸ γιγνόμενον, das Ergebniß einer Rechnung; Sp. auch übertr., Resultat einer Untersuchung, – f) von eingehenden Tributen u. Geldern, δασμοί Xen. An. 1, 1, 8; τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γιγνόμενον ἀργύριον, was durch den Verkauf der Gefangenen einkommt, 5, 3, 4; χρήματά μοι γίγνεται 7, 8, 3; Dem. 10, 37. 27, 24 u. öfter bei Sp.; τὰ ἑαυτοῖς γενόμενα, ihre Gebühren, Dem. 6, 9; τὸ γιγνόμενον κατὰ τὴν οὐσίαν τιϑέναι, Beitrag, 18, 104; τὸ γιγν. κατὰ τὴν συγγραφήν, was nachher erkl. wird ὃ δεῖ γενέσϑαι τοῖς δανείσασιν, 35, 11. 12. Man vgl. καρποὶ οἱ ἐκ τῶν ζώων γιγνόμενοι, der Ertrag vom Vieh, Xen. Cyr. 1, 1, 2; vgl. Thuc. 6, 54 u. Dem. 42, 24. – 2) von etwas schon Vorhandenem: sich anders ge stalten, anders werden, δημοτικὸς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γεγονώς Plat. Rep. IX, 572 d; ἐκ πλουσίου πένητα Xen. An. 7, 7, 28; δηίοισι χάρμα γενέσϑαι Iliad. 6, 82, ihnen zu einem Gegenstande der Freude werden; αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι πατρί τε σῷ Τελαμῶνι 8, 282, zum Heil, zum Tröster, Retter werden; πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, ὅσσ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίγνονται, καὶ ὕδωρ καὶ ϑεσπιδαὲς πῦρ Odyss. 4, 417, alle möglichen Gestalten annehmen; παντοῖος γ., ich biete alles auf, Her. 3, 124. 7, 10, 3; τί γένωμαι, was soll aus mir werden, Aesch. Spt. 297; Theocr. 15, 51; οὐκ ἔχοντες ὅ, τι γένωνται Thuc. 2, 52; ἄλλοις παραδείγματι Plat. Gorg. 525 b; oft periphrastisch, z. B. κωλυτὴς γ. τινος, = κωλύειν, Thuc. 3, 23; μηνυτὴς γ. = μηνύειν, 3, 2; κλοπεὺς γ. Soph. Phil. 78; μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ Ai. 585; μὴ σαυτόν ϑ' ἅμα κἀμὲ κτείνας γένῃ Phil. 762; μὴ ἀπαρνηϑεὶς γίγνῃ Plat. Soph. 217 c; vgl. Lgg. V, 737 c VII, 788 d. – Hierher gehören Vrbdgn, wie a) c. gen., γενόμενος τῶν βασιληΐων δικαστέων, in die Zahl der königl. Richter aufgenommen, Her. 5, 25; γεραιτέρων γίγνεσϑαι, älter werden, Xen. Cyr. 1, 2, 15; τούτων γενοῦ μοι, werde mir ihrer Einer, Ar. Nubb. 107; τῆς βουλῆς γίγν., in den Senat treten, D. C. 36, 11; – τινὸς γιγ., in Jemandes Gewalt kommen; ἑαυτοῦ, seiner Herr werden, Soph. O. C. 665; sein eigener Herr sein, Plat. Phaedr. 250 a; vgl. Dem. 2, 30. 4, 7; ἡ νίκη γίγνεταί τινος Xen. Hell. 4, 3, 20. Von Sp. noch weiter ausgedehnt, z. B. ἐλπίδος γ., der Hoffnung sich überlassen, Plut. Timol. 3, v. l. ἐπ' ἐλπίδος γ.; vgl. Phoc. 23; τῆς ἐπιϑυμίας γ., D. C. 61, 14. – b) c. dat., zu Theil werden; von Erbschaften, Thuc. 5, 49; Isae. 11, 10 u. sonst; οὐκ ἂν ἔμοιγε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, ich dürfte das nicht hoffen, Od. 3, 228; ἡδομένοισιν ἡμῖν οἱ λόγοιγεγόνασι, wir freuen uns darüber, Her. 9, 46; vgl. Thuc. 5, 111; – τὰ ἱερὰ γίγνεται, sie fallen gut aus, Xen. An. 6, 2, 9 u. öfter; τὰ σφάγια ἐγίνετο (χρηστά) Her. 9, 61. 62; τὰ διαβατήρια ἐγένετο Thuc. 5, 55. – c) c. praeposit., ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ, ἐν ἡδοναῖς, Plat. Gorg. 526 a Legg. I, 635 c; ἐν σκέψει περί τινος IX, 858 a, was schon in die Bdtg – 3) gehen, kommen, übergeht, die es bei Präpositionen, die eine Bewegung anzeigen, hat, od. hingekommen sein, sich befinden; ἔς τι Her. 5, 87; ἔν τινι Xen. An. 4, 3, 29: ἐπὶ τόπῳ 3, 4, 49; πρὸς τοῖς γεῤῥοφόροις Plat. Lach. 191 c; πρὸς ἡδονῇ, ἐπὶ τέλει VII, 532 b IX, 585 a; πρὸς τὸ ἰᾶσϑαι X, 604 e; ἐνταῠϑα λόγου γεγόνασι IX, 588 b; κατὰ τὴν λίμνην Phaed. 114 a; u. so oft. Uebertr., ἐν ἑαυτῷ ἐγένετο, er ging in sich, Xen. An. 1, 5, 17; vgl. Soph. Phil. 938; so auch ἐντὸς ἑαυτοῦ γίγνεσϑαι Her. 1, 119. Dah. in mannigfachen Umschreibungen, ἐν ποιήσει, ἐν πείρᾳ γίγνεσϑαι u. ähnl., wie versari in aliqua re, sich womit beschäftigen; περὶ τὸ συμβουλεύειν Isocr. 3, 12; πρὸς ἑαυτῷ γ., nachsinnend werden, Plut. Ant. 32; μετά τινος u. σύν τινι γ., auf jemandes Seite treten, sein, Plat. Apol. 32 c; Xen. Cyr. 5, 3, 8; ὑπό τινι γ., unter jemandes Botmäßigkeit kommen, Thuc. 6, 86; Xen.; – ἔκ τινος γ., herausgehen, z. B. ἐξ ἀνϑρώπων, sterben, Her. 1, 1 u. Sp. Vgl. noch διά. – 4) zu stehen kommen, gelte n, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαϑ' ἑκατὸν ὀβολοῦ, wenn 100 einen Obol gelten, Ar. Equ. 662; ὁ σῖτος ἐγένετο ἑκκαίδεκα δραχμῶν Dem. 34, 39.
-
5 γίνομαι
γῑνομαι ( γίνεται: aor. γένετ(ο), ἔγεντ(ο), (ἐ) γένοντ(ο); γένηται, -ωνται; -οι(ο), - οιτ(ο); γενέσθ(αι): pf. γεγενημένον coni., γεγενημένα; γεγᾰμεν, γεγκειν)1 be, come to bea abs.λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτἄν O. 2.18
ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86
[ σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: τὰ γλυκἔ ἄνεται Kayser, edd.) O. 14.6]αἰὼν δἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ' οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ P. 3.87
τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.31
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
καὶ δεύτερον ἇμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον I. 4.68
ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79
τά τἐόντα τε κα[ὶ ]πρόσθεν γεγενημένα[ Pae. 8.84
b followed by pred. adj.ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες έγένοντ O. 9.29
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ O. 13.26
εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
χόλος δοὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.12
δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.273
ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Ἀπόλλων) P. 5.62εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.22
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.71
ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 6.22
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49
κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο I. 4.14
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
c followed by pred. subs.μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24
“ κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαι” P. 4.20εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14
πρόφασιν βληχροῦ γενέσθαι νείκεος (Schr.: γίνεσθαι codd.) fr. 245.d c. part. γένοἰοἷος ἐσσὶ μαθών be such as you have learned to know yourself P. 2.72 ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων (Tricl.: ἐγένετο codd.) P. 6.28e be born cf. γεννάω, and g. infra.Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον (Ahrens: γεγεν(ν) αμένον codd.) O. 6.53ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα O. 9.110
πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται I. 8.17
ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων (Boeckh: ἐγένετ codd. Clem. Alex.) fr. 33b. = fr. 147 Schr.f fragg. γίνεται[ fr. 6b. c. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20.g in tmesis. ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός v.ἐκγίνομαι P. 2.46
-
6 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
7 δαιμόνιος
a given by heaven “ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν inspired by heaven N. 9.27 ἔκλαγξέ θἱερ[ ]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ] εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί ( δείματι e. g. supp. Wil.) Pae. 9.34 with adv. force, ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδἔχων Σωστράτου υἱός by divine grace O. 6.8b generally, of places, divine τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν)παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.27
ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον fr. 76. 2.c δαιμονίᾳ, by divine grace ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) O. 9.110 -
8 δεξιόγυιος
1 lithe of limb ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον pr. O. 9.111 -
9 εὔχειρ
1 deft of hand τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον of the wrestler Epharmostos O. 9.111 -
10 ὁράω
ὁράω (ὁρῶν, -ῶντ(α); ὁρᾶν: aor. εἶδον, ἴδε(ν), εἶδε(ν), εἶδ(ε), ἔιδεν, ἴδον, εἶδον: ἴδω, ἴδῃ; ἴδετε; ἰδών, -όντ(α), ἰδοῖς(α); ἰδεῖν, ἰδέμεν: med. ἰδέσθαι:1ϝιδ-, ϝειδ- O. 9.62
, Πα. 1. 3, O. 14.16, P. 5.84) seea abs.,/c. acc.,/c. ἐς + acc.ἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς O. 2.41
τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον O. 6.53
εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν O. 9.62
εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν O. 13.113
Κλεόδαμον ἰδοῖσ O. 14.22
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ, ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
καὶ Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
“ ἐπεί πάμπρωτον εἶδον φέγγος” P. 4.111γάθησεν, ἐξαίρετον γόνον ἰδών P. 4.123
οἶκον ἰδεῖν P. 4.294
ὃς ἂν ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (Calliergus: ἴδοι codd.) P. 10.26γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36
εἶδε γὰρ ἐκνόμιον λῆμά τε καὶ δύναμιν υἱοῦ N. 1.56
εἶδεν δ' εὔκυκλονἕδραν N. 4.66
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν N. 7.25
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν I. 2.18
πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα, ἰδὼν δύναμιν οἰκόθετον Pae. 1.3
ἀλλ οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν Pae. 6.106
]κλυτὰς ἴδω ι[ Pae. 6.170
]ποτ εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ Πα. 8A. 17. ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. ]ντις ιδων δ[ fr. 111. 9. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” ( ἰδόντα διακρ. codd.: transp. Bergk: <οὐ> add. Coraes) fr. 168. 6. c. ἐς + acc., τάκομαι εὖτ' ἄν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν fr. 123. 11. [ ἴδετ' ἐν χορόν ( δεῦτ v. l.) fr. 75. 1.] as epexeg. inf.,τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.8
ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50
σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις I. 7.22
b c. part. constr.εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.36
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
Θαλία τε ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16
εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.84
Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο παρμένοντας αἰχμᾷ P. 8.39
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.98
ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους N. 10.61
Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ/ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 8.c c. acc. cogn. ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον, ὁρῶντ ἀλκάν with courage in his gaze O. 9.111 -
11 ὠρύομαι
1 shout ὄρθιον ὤρῦσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (ὄρουσαι, ὤρουσαι vv. ll.) O. 9.109 -
12 γεγάλημαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεγάλημαι
-
13 γίγνομαι
γίγνομαι, [dialect] Ion. and after Arist. [full] γίνομαι [pron. full] [ῑ], ([dialect] Att. Inscrr. have γιγν- in fifth and fourth cent., cf. IG2.11.9, 1055.25, etc.); Thess. [full] γίνυμαι IG9(2).517.22; [dialect] Boeot. [full] γίνιουμαι ib.7.3303: [tense] fut. γενήσομαι: [tense] aor. ἐγενόμην (A , al. ([etym.] προ-) Decr.Byz. ap. D.18.90), [dialect] Ion. [ per.] 2sg.γένευ Il.5.897
, [ per.] 3sg.γενέσκετο Od.11.208
, , Sapph.16, Pi.P.3.87, Parm.8.20, IG4.492 ([place name] Mycenae), prob.in Scol. 19; [dialect] Ep. , Emp.98.5, Call.Jov.1.50, Theoc.14.27, etc. ([etym.] gṇ-το): [tense] pf.γέγονα Il.19.122
, etc.: [ per.] 3pl.γέγοναν Apoc.21.6
: [tense] plpf.ἐγεγόνει Lys.31.17
, etc.; [dialect] Ion.ἐγεγόνεε Hdt.2.2
; [dialect] Ep. forms (as if from [tense] pf. γέγᾰα), [ per.] 2pl.γεγάᾱτε Batr.143
;γεγάᾱσι Il.4.325
, freq. in Od.: [ per.] 3pl. γεγᾱκᾰσιν cj. in Emp.23.10: [ per.] 3 dual [tense] plpf. ἐκ-γεγάτην [ᾰ] Od.10.138; inf. γεγάμεν [ᾰ] Pi.O.9.110, ([etym.] ἐκ) Il.5.248, etc.; part. γεγᾰώς -ᾰυῖα, pl.-ᾰῶτες, -ᾰυῖαι Hom.
, etc., [var] contr.γεγώς, -ῶσα S.Aj. 472
, E.Med. 406; inf.γεγᾱκειν Pi.O.6.49
: [voice] Med. forms ἐκγεγάασθε Epigr.Hom.16, ἐκ-γεγάονται (in [tense] fut. sense) h.Ven. 197 (s.v.l.):—[voice] Pass. forms, [tense] fut. γενηθήσομαι (only in Pl.Prm. 141e, οὔτε γενήσεται, οὔτε γενηθήσεται, cf. Procl.in Prm.p.963 S.): [tense] aor.ἐγενήθην Epich.209
, Archyt.1, Hp.Epid.6.8.32,7.3, later [dialect] Att., Philem. 95.2 and 167, IG2.630b10 (i B. C.) and Hellenistic Gk., Plb.2.67.8, D.S.13.51: [tense] pf.γεγένημαι Simon.69
, freq. in [dialect] Att. Poets and Prose, in [dialect] Att. inscr. first in cent. iv, IG2.555: [ per.] 3pl.γεγενέανται Philet.
ap.Eust.1885.51: [tense] plpf.ἐγεγένητο Th.7.18
, al.; cf. γείνομαι:— come into a new state of being: hence,I abs., come into being opp. εἶναι, Emp.17.11, Pl.Phd. 102e, cf. Ti. 29a; and so,1 of persons, to be born, νέον γεγαώς new born, Od.19.400; ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας born (and so living) under Tmolus, Il.2.866;ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γ. Hes.Op. 175
; γιγνομέναισι λάχη τάδ'.. ἐκράνθη at our birth, A.Eu. 347;γ. ἔκ τινος Il.5.548
, Hdt.7.11;πατρὸς ἐκ ταὐτοῦ E.IA 406
, cf. Isoc.5.136;σέθεν.. ἐξ αἵματος A.Th. 142
; less freq.ἀπό τινος Hdt.8.22
, etc.; , etc.; γεγονέναι κακῶς, καλῶς, Ar.Eq. 218, Isoc.7.37, etc.; κάλλιον, εὖ, Hdt. 1.146, 3.69; τὸ μὴ γενέσθαι not to have been born, A.Fr. 401: freq. with Numerals,ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς Hdt.1.119
;ἀμφὶ τὰ πέντε ἢ ἑκκαίδεκα ἔτη γενόμενος X.Cyr.1.4.16
;γεγονὼς ἔτη περὶ πεντήκοντα D. 21.154
; οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες those of an age beyond.., X.Cyr.1.2.4: c. gen., , etc.: rarely with ordinals,ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς Luc.Macr. 22
, cf. Plu.Phil.18.2 of things, to be produced,ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51
; opp. ὄλλυσθαι, Parm.8.13,40; opp. ἀπόλλυσθαι, Anaxag.17, cf. Pl.R. 527b, etc.; opp. ἀπολείπειν, Diog. Apoll.7; opp. ἀπολήγειν, Emp.17.30;τὰ γιγνόμενα καὶ ἐξ ὧν γίγνεται Pl.Phlb. 27a
;ἁπλῇ διηγήσει ἢ διὰ μιμήσεως γ. Id.R. 392d
;ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος X.Mem.3.6.13
; τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα ib.2.9.4; of profits,καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γ. Id.Cyr.1.1.2
, etc.; τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένοντο were the produce of, i.e. were worth, 4 talents, Id.HG4.2.7; τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον ἀργύριον produced by [the ransom of].., Id.An.5.3.4; of sums, ὁ γεγονὼς ἀριθμὸς τῶν ψήφων the total of the votes, Pl.Ap. 36a; ἕκατον εἴκοσι στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι ἑξήκοντα [δραχμαί] 120 staters amount to 3, 360 drachmae, D.34.24; so in Math., of products,ὁ ἐξ αὐτῶν γενόμενος ἀριθμός Euc.7.24
; ἀριθμὸς γενόμενος ἑκατοντάκις multiplied by 100, Papp.10.13; of times of day,ὡς ἡ ἡμέρα ἐγένετο Th.7.81
, etc.;ἕως ἂν φῶς γένηται Pl.Prt. 311a
;ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Th.4.32
; of Time in general, elapse, ;χρόνου γενομένου D.S.20.109
.b falldue,οἱ γιγνόμενοι δασμοί X.An.1.1.8
;τοὺς τόκους τοὺς γ. Isoc.17.37
; τὸ τίμημα τὸ γ., τὸ γ. ἀργύριον, D.24.82, Syngr. ap. eund.35.11;τὸ γ. μέρος X.HG7.4.33
;τὸ γ. τοῖ πλήθι τᾶς ζαμίαυ IG5(2).6
A20 (Tegea, iv B. C.): c. dat.,τὸ γ. τινὶ ἔλαιον UPZ 19.32
(ii B. C.);τοῖς γείτοσι τὸ γ. Thphr.Fr.97
;τὰ γ.
dues,PHib.
1.92 and 111 (iii B. C.): hence γιγνόμενος regular, normal, τίμημα, χάρις, D. 38.25; ἐν ταῖς γ. ἡμέραις in the usual number of days, X.Cyr.5.4.51; freq. in later Gk., as Luc.Tox.18, etc.3 of events, take place, come to pass, and in past tenses to be,καί σφιν ἄχος κατὰ θυμὸν ἐγίγνετο Il.13.86
, etc.;μάχη ἐγεγόνει Pl.Chrm. 153b
, etc.; ;ἡ νόσος ἤρξατο γίγνεσθαι Id.2.47
; πνεῦμα εἰώθει γ. ib.84; τὰ Ὀλύμπια γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, are held, X.HG7.4.28, Aeschin.3.41, etc.; ψήφισμα γ. is passed, X.Cyr.2.2.21; πιστὰ γ., ὅρκοι γ., pledges are given, oaths taken, ib.7.4.3, D.19.158; γίγνεταί τι ὑπό τινος (masc.), X.An.7.1.30, (neut.) Pl.Tht. 200e;τὰ γιγνόμενα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων Th.6.88
;τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων Hdt.Praef.
;ὕβρισμα ἐκ τῶν Σαμίων γενόμενον Id.3.48
;ἀπό τινος γ. X.An.5.6.30
;παρά τινος Pl.R. 614a
; ὃ μὴ γένοιτο which God forbid, D.10.27,28.21; but γένοιτο, = Amen, LXX Is.25.1; γένοιτο γένοιτο ib.Ps.71(72).19: Math., γεγονέτω suppose it done, Euc.6.23, etc.; it is done,Apoc.
16.17: c. dat. et part., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (v. βούλομαι, ἄσμενος) ; οὐκ ἂν ἐμοί γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, i.e. I could not hope to see these things take place, Od.3.228;ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Hdt.9.46
, etc.; of sacrifices, omens, etc., οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστά ib.61, cf.62;τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγένετο X.An.6.4.9
: abs., τὰ διαβατήρια ἐγ. were favourable, Th.5.55;θυομένῳ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά X.HG3.1.17
: in neut. part., τὸ γενόμενον the event, the fact, Th.6.54; τὰ γενόμενα the facts, X.Cyr.3.1.9, etc.;τὸ γιγνόμενον Pl.Tht. 161b
, etc.; τὰ γεγενημένα the past, X.An.6.2.14; τὸ γενησόμενον the future, Th.1.138; τὰ γεγονότα, opp. ὄντα, μέλλοντα, Pl.R. 392d, cf. Lg. 896a: of Time, ;ἕως ἄν τινες χρόνοι γένωνται Pl.Phd. 108c
; but in [tense] pf. and [tense] plpf., to have passed,ὡς διετὴς χρόνος ἐγεγόνεε Hdt.2.2
;πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Pl.Prt. 320a
: impers., ἐγένετο or γέγονεν ὥστε .. it happened, came to pass that.., X.HG5.3.10, Isoc. 6.40, etc.; ἐγένετο, ὡς ἤκουσεν.. καὶ ἐθυμώθη it came to pass, when he heard.. that.., LXX Ge.39.19;ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι.. καὶ διήρχετο Ev.Luc.17.11
: c. inf., γίνεται εὑρεῖν it is possible to find, Thgn.639; ἐγένετο, c. acc. et inf., it came to pass that, Act.Ap.9.3, al., PAmh.2.135.10 (ii A. D.): c. dat. et inf.,ἐάν σοι γένηται στραφῆναι Epict.Ench. 23
.1 folld. by Nouns and Adjs.,δηΐοισι δὲ χάρμα γ. Il.6.82
, cf. 8.282;σωτὴρ γενοῦ μοι A.Ch.2
;κωλυτὴς γ. τινός Th.3.23
; [οὖροι] νηῶν πομπῆες γ. Od.4.362
, etc.; πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται turning every way, ib. 417; παντοῖος γ., folld. by μή, c. inf., Hdt.3.124;παντοῖος γ. δεόμενος Id.7.10
.γ; ἐκ πλουσίου πένης γ. X.An.7.7.28
;δημοτικὸς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γ. Pl.R. 572d
: rarely c. part., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, i.e. προδότης ἡμῶν, S.Aj. 588, cf. Ph. 773;μὴ ἀπαρνηθεὶς γένῃ Pl.Sph. 217c
;ἀποτετραμμένοι ἐγένοντο Th. 3.68
, etc.: with Pron., τί γένωμαι ; what am I to become, i.e. what is to become of me? A.Th. 297, cf. Theoc.15.51;οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται Th.2.52
; less freq. with masc.,οὐδ' ἔχω τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905
;γίγνονται πάνθ' ὅτι βούλονται Ar.Nu. 348
.b in past tenses, having ceased to be, ὁ γενόμενος στρατηγός the ex-strategus, POxy.38.11 (i A. D.); ἡ γ. γυνή τινος the former wife, PFlor.99.4 (i/ii A. D.).2 with Advbs.,κακῶς χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι Hdt.1.8
; εὖ, καλῶς, ἡδέως γ., it goes well, etc., X.An.1.7.5, Arr.Epict.3.24.97, LXX To. 7.9; with personal construction,οἱ παρὰ Πλάτωνι δειπνήσαντες ἐς αὔριον ἡδέως γίγνονται Plu.2.127b
; δίχα γ. τοῦ σώματος to be parted from.., X.Cyr.8.7.20; τριχῇ γ. to be in three divisions, Id.An.6.2.16; γ. ἐμποδών, ἐκποδών, E.Hec. 372, X.HG6.5.38, etc.3 folld. by oblique cases of Nouns,a c. gen., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, become one of.., Hdt.5.25, X.Cyr.1.2.15, cf. Ar.Nu. 107, etc.;βουλῆς γεγονώς D.C.36.28
(cf. supr.1.b); fall to, belong to,ἡ νίκη Ἀγησιλάου ἐγεγένητο X.HG4.3.20
; to be under control of,ὁ νοῦς ὅταν αὑτοῦ γένηται S. OC 660
, cf. Pl.Phdr. 250a (s. v.l.);ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι D.4.7
(alsoἐντὸς ἑωυτοῦ γ. Hdt.1.119
;ἐν ἑαυτῷ γ. X.An.1.5.17
;ἐν σαυτοῦ γενοῦ S.Ph. 950
);τὴν πόλιν ἐλπίδος μεγάλης γινομένην Plu.Phoc.23
: of things, to be at, i.e. cost, so much, , cf.X.Oec.20.23.c with Preps., γ. ἀπὸ δείπνου, ἐκ θυσίας, have done.., Hdt.2.78, 1.50; πολὺν χρόνον γ. ἀπό τινος to be separated from.., X.Mem.1.2.25; γ. εἴς τι turn into,τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθόν Thgn.162
; freq. in LXX,ἐγενήθη μοι εἰς γυναῖκα Ge.20.12
; εἰς βρῶσιν ib.La.4.10; εἰς οὐδέν, εἰς κενόν, Act.Ap.5.36, 1 Ep.Thess. 3.5;ἐς Αακεδαίμονα Hdt.5.38
(in Hom. even without Prep.,ἐμὲ χρεὼ γ. Od.4.634
); γ. τι εἴς τινα comes to him, of a dowry, Is.3.36; of a ward, And.1.117; γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι to be out of sight, Hdt.5.24; ἐξ ἀνθρώπων γ. disappear from.., Paus.4.26.6;γ. ἐν Χίῳ Hdt.5.33
, etc.; γ. ἐν .., to be engaged in.., οἱ ἐν ποιήσει γινόμενοι in poetry, Id.2.82; ἐν [πολέμῳ] Th.1.78;ἐν πείρᾳ γ. τινος X.An.1.9.1
; ἐν ὀργῇ, ἐν αἰτίᾳ πρός τινα γ., Plu.Flam.16, Rom.7; of things, ἐν καιρῷ γ. to be in season, X.HG4.3.2;ἐν τύχῃ γ. τινί τι Th.4.73
; γ. διὰ γηλόφων, of a road, X.An.3.4.24; but δι' ἔχθρας γ. τινί to be at enmity with, Ar.Ra. 1412; γ. ἐπὶ ποταμῷ arrive or be at.., Hdt.1.189, etc.; γ. ἐπί τινι fall into or be in one's power, X.An.3.1.13, etc.;ἐπὶ συμφοραῖς γ. D.21.58
codd. (- ᾶς Schaefer); γ. ἐπί τινι, also, to be set over.., X.Cyr.3.3.53; γ. ἐφ' ἡμῶν αὐτῶν to be alone, Aeschin.2. 36;γ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως D.C.43.48
; γ. ἐπ' ἐλπίδος to be in hope, Plu.Sol.14: Math., γ. ἐπὶ ἀριθμόν to be multiplied into a number, Theol.Ar.3; γ. κατά τινα or τι to be near.. or opposite to.., in battle, X.Cyr.7.1.14, HG4.2.18; but κατὰ ξυστάσεις γ. to be formed into groups, Th.2.21;καθ' ἓν γ. Id.3.10
; καθ' αὑτοὺς γ. to be alone, D.10.52; γ. μετὰ τοῦ θείου to be with God, X.Cyr.8.7.27, etc.;ἡ νίκη γ. σύν τινι Id.Ages.2.13
; γ. παρ' ἀμφοτέροις τοῖς πράγμασι to be present on both sides, Th.5.26; γ. παρά τι to depend upon.., D.18.232; γ. περὶ τὸ συμβουλεύειν to be engaged in.., Isoc.3.12; γενοῦ πρός τινα go to So-and-so, PFay. 128, etc.; γ. πρὸς τῇ καρδίᾳ to be at or near.., Pl.Phd. 118, etc.; γ. πρός τινι to be engaged in.., Isoc. 12.270, D.18.176; αὐτὸς πρὸς αὑτῷ meditate, Plu.2.151c; soγ. πρὸς τὸ ἰᾶσθαι Pl.R. 604d
;πρὸς παρασκευήν Plb.1.22.2
: impers.,ἐπεὶ πρὸς ἡμέραν ἐγίγνετο X.HG2.4.6
; γενέσθαι πρός τινων to be inclined towards them, Hdt.7.22; γ. πρὸ ὁδοῦ to be forward on the way, Il.4.382; γ. ὑπό τινι to be subject to.., Hdt.7.11, Th.7.64; γ. ὑπὸ ταῖς μηχαναῖς to be under the protection of.., X.Cyr.7.1.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γίγνομαι
-
14 γίγνομαι
γίγνομαι (root γα), aor. iter. γενέσκετο, perf. γέγονε, 3 pl. γεγάᾶσι, inf. γεγάμεν, part. acc. sing. γεγαῶτα, pl. - ῶτας, plup. γεγόνει: become, (of men) be born; the word admits of great variety in paraphrase, but never departs from its meaning of come into being; ἄνθεα γίγνεται, ‘grow’; κλαγγὴ γένετο, ‘arose,’ ‘was heard’; ποθὴ Δαναοἶσι γένετο, ‘filled,’ ‘they felt’; νῶι νόστον ἔδωκε νηυσὶ γενέσθαι, i. e. the accomplishment of it, Od. 4.173 ; οὐκ ἂν ἔμοιγε | ἐλπομένῳ τὸ γένοιτο, I may hope, but this will not ‘happen,’ Od. 3.228 ; πάντα γιγνόμενος, Proteus, ‘turning into’ every shape, Od. 4.417 ; ἐπὶ νηυσὶ γενέσθαι, ‘get’ upon the ships, and thus often implying motion, e. g. πρὸ ὁδοῦ γένοντο, ‘progressed,’ Il. 4.382; never of course the same as εἶναι, but the perf. is sometimes a strong equivalent of the verb of existence, τοῖς οἳ νῦν γεγάᾶσι, who ‘live’ now, Od. 24.84, Od. 13.160, etc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γίγνομαι
-
15 γίγνομαι
Grammatical information: v.Meaning: `be born, become, arise' (Il.).Other forms: Ion. etc. γί̄νομαι (with assimilation and lengthening, Schwyzer 215), Thess. Boeot. γίνυμαι (innovation, Schwyzer 698), Cret. γίννομαι, aor. γενέσθαι, perf. γέγονα, γέγαμεν, γεγαώς, Med. (new) γεγένημαι, fut. γενήσομαι; recent Att. etc. γενηθῆναι and γενηθήσομαι; transitive s-aorist γείνασθαι (ep. etc., \< *γεν-σ-; s. Schwyzer 756 and Wackernagel Unt. 175), alo γεινόμεθα, - μενος (either for γί(γ)νομαι, Schwyzer 715, or for γεν- with metrical lengthening); athemat. root aorist ἔγεντο (Hes.; analog. innovation, s. Schwyzer 678f. m. Lit.)Compounds: - γνη-τος, e.g. κασί-γνη-τος `brother' (q.v.) and - γν-ος in νεο-γν-ός `newborn' (h. Hom.), with ιο- in ὁμό-γν-ιος `of the same origin'Derivatives: γένος ( γενικός, - γενής) and γόνος, γονή ( γονεύς `parent'). γενεά, Ion. -ή `lineage' (Il.; s. Chantr. Form. 91). γενέ-θλη (Il.) and γένε-θλον (A.) `id.' with γενέθλιος and γενεθλιακός, γενεθλίδιος, γενεθλίωμα, γενεθλιάζω. γενε-τή `birth' (Hom.); hypocor. Γενετυλλίς name of Aphrodite as protectress of birth (Ar.;). γένε-σις `birth, origin' (Il.). γέν-να(s. v.). - γενέ-τωρ (Ion. Dor.) and γενε-τήρ (Arist.) `begetter'; on the diff. s. Benveniste Noms d'agent 46; fem. γενέτειρα (Pi.) ; γενέ-της (Ion.); with γενέσια n. pl. `Parentalia' (Hdt.). - γνήσιος `of real birth' (Il.) from γνητός. ἴγνητες s.vv. ( γνωτός, - τή to γιγνώσκω).Origin: IE [Indo-European] [373] *ǵenh₁-, ǵonh₁-, ǵnh₁- `beget'Etymology: Old verb: redupl. pres. γίγνομαι = Lat. act. gignō `beget'; thematic aorist ἐγένετο = Skt. them. impf. ájanata (pres. jánate, -ti = lat. genit); perf. γέγονα = Skt. jajā́na. Nouns γένος (Skt. jánas-, Lat. genus) and γόνος (Skt. jána-); γενέτωρ, γενετήρ (IE *ǵenh₁-) = Lat. genitor, Skt. jánitar- and janitár-, γενέτειρα = Skt. jánitrī, Lat. genitrī-x; γένεσις but with zero grade Skt. jātí- `birth, family', Lat. nāti-ō, OE ( ge)cynd ; - γνητος (*ǵnh₁-tos); - γν-ος in compounds (with loss of the laryngeal) = e. g. Lat. prīvi-gn-us `born separately' = `stepchild', νεο-γν-ός: Goth. niu-kla-hs `as a child' (\< *- kna- \< IE. *-ǵnh₁-o- dissimilated), also in NPhr. ουεγνω (*sue-ǵnh₁-o-); - γν-ιος in ὁμόγν-ιος = Gaul. Abe-gnia. - Many forms from different languages, s. Pok. 373ff.Page in Frisk: 1,307-308Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γίγνομαι
См. также в других словарях:
γεγάμεν — γεγάμε̄ν , γαμέω D Deor. perf inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- — ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō English meaning: to bear Deutsche Übersetzung: “erzeugen” Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj … Proto-Indo-European etymological dictionary