-
1 δεξιογυιος
-
2 δεξιόγυιος
1 lithe of limb ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον pr. O. 9.111 -
3 δεξιόγυιος
A ready of limb, Pi.O.9.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξιόγυιος
-
4 δεξιόγυιον
δεξιόγυιοςready of limb: masc /fem acc sgδεξιόγυιοςready of limb: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
δεξιόγυιος — δεξιόγυιος, ον (Α) όποιος έχει επιδέξια μέλη τού σώματος, ο ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός «επιδέξιος» + γυῑον «μέλος τού σώματος»] … Dictionary of Greek
δεξιόγυιον — δεξιόγυιος ready of limb masc/fem acc sg δεξιόγυιος ready of limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek