-
1 γεν-αρχέω
-
2 γεν-αρχία
γεν-αρχία, ἡ, Herrschaft über die Geschlechter, Phot. bibl. p. 29, 11.
-
3 γεν-άρχης
-
4 των
-
5 αήρ
(γεν. αέρος) ο см. αέρας;§ λόγια τού αέρος пустая болтовня -
6 αθήρ
(γεν. αθέρος) ο см. αθέρας -
7 αίμα
(γεν. αίματος) τό1) кровь;αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;
μετάγγιση αίματος переливание крови;σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;
μόλυνση τού αίματος заражение крови;κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;
μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;2) родная кровь; кровное родство;είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;
συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;
δεσμοί αίματος узы крови;§ φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом
и кровью добиться (чего-л.);παίρνω αίμα — пускать кровь;
παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;
μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;
ανάψανε — та αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;
τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;
μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;
μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;
βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;
μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;
με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;
τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;
τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;
-
8 αίξ
(γεν. αιγός) η см. αίγα -
9 άλως
(γεν. άλω) η1) венец; ореол, гало (вокруг светил); 2) нимб -
10 ανήρ
(γεν. ανδρός) см. άντρας -
11 άπελπις
(γεν. απέλπιδος) ο, η1) тот, кто потерял надежду, доведённый до отчаяния, отчаявшийся.человек; 2) безнадёжность, отчаяние (борьбы, усилия и т. п.) -
12 βούς
(γεν. βοός, αιτιατ. βουν, ρλ. βόες) ο, η см. βόδι;§ βούς επί γλώσση! — отсохни у мена язык!
-
13 γόνα
(γεν. γονάτου, πΛ. γόνατα) τό колено;ως τα γόνατα — по колено;
μου κόπηκαν ( — или λύθηκαν) τα γόνατα — у меня ноги подкосились (от усталости, страха);
§ ένα γόνα — по колено, очень много;
έπεσε ένα γόνα χιόνι — снегу выпало по колено;
τό χιόνι πήγε ( — или έφτασε) ένα γόνα — снегу было по колено;
τό νερό ανέβηκε ως ένα γόνα — вода поднялась больше чем на полметра;
τό πανταλόνι έκανέ γόνατα — брюки вытянулись в коленях;
μου φιλάει τα γόνατα — он мена умоляет;
είναι γραμμένο στο γόνα — написано через пень колоду или левой ногой;
τό γλέντι (ο χορός) πήγε γόνα — мы здорово погуляли (потанцевали);
άν δεν κοπιάσουν γόνατα, καρδιά δε θεραπεύγεται — посл. ≈ — без труда не вытащишь и рыбку из пруда
-
14 γύψ
(γεν. γυπός) ο см. γύπας -
15 δαίμονας
(γεν. δαίμονα и δαιμόνου;1) — дух, гений;πλ.
δαίμονες — и δαιμόνοι) οκαλός (κακός) δαίμον — добрый (злой) гений;
2) злой дух, чёрт; сатана (тж. о человеке);τα έργα(τα) τού δαίμονα — проделки дьявола;
δεν είναι νύφη, μα δαίμονας — это не невеста, а дьявол в юбке;
3) бран. чёрт;πού να πάρει ο δαίμονας ( — ах) чёрт возьми!;
ΰϊ στο δαίμονα! — пошёл к чёрту!;
§ αλλος δαίμονέτούτος! — что ещё за чертовщина!;
του δαίμονα η ουρά και το δεσπότη γαργαλά — погов, сатана и святых искушает
-
16 έαρ
(γεν. εαρος) τό весне -
17 (ε)μάς
γεν., αίτιατ. от εμείς -
18 (ε)μένα
γεν. и αίτιατ. от εγώ -
19 (ε)μού
γεν. от εγώ -
20 εσάς
γεν. и αιτιατ. от εσείς
См. также в других словарях:
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
αγχώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αγχώνεται, που αγωνιά: Ο Κώστας είναι τύπος αγχώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωνιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, γεμάτος αγωνία: Ο γιατρός κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες για τη σωτηρία του ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και αιματώδικος, η, ο που είναι γεμάτος αίμα ή έχει το χρώμα του αίματος: Είναι άνθρωπος με αιματώδη κράση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που δείχνει την αιτία: Αιτιώδη σχέση λέμε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακανθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο με αγκάθια: Τα φύλλα του δέντρου αυτού είναι ακανθώδη. 2. δύσκολος, περίπλοκος: Τα ζητήματα αυτά είναι από τα ακανθώδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αλματικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αποτελείται από άμμο εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος: Το έδαφος εδώ ήταν αμμώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο αμυλούχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προέρχεται από την αρρώστια άφθα: Τα ζώα είχαν προσβληθεί από αφθώδη πυρετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βάλτους, έλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)