-
1 γλωττίζω
-
2 γλωττιζω
целоваться «с язычком» Anth. -
3 γλωττίζω
-
4 γλωττίζω
A kiss lasciviously, bill, AP5.128 (Autom.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλωττίζω
-
5 χαριτο-γλωττίζω
χαριτο-γλωττίζω, = Vorigem, Schol. Eur. Or. 1514 u. a. Sp.
-
6 κατα-γλωττίζω
κατα-γλωττίζω, züngelnd, mit Berührung der Zunge, wollüstig küssen, com. Poll. 2, 109; dah. μέλος ϑηλυδριῶδες καὶ κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλωτόν (züngelküsserig, Droysen), Ar. Th. 131; – nach Hesych. auch βλασφημεῖν, wie Ar. Aeh. 380 διέβαλλε καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου vrbdt, er redete Lügen von mir; auch τινά, Einen niederreden, ihn zum Schweigen bringen, τἡν πόλιν πεποίηκας ὥςτε νυνὶ ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Equ. 342; immer aber mit Anspielung auf die erste Bdtg. – Aber κατεγλωττισμένη λέξις u. ähnl. ist = in ausgesucht seltenen Wörtern, Philostr. u. a. Sp.
-
7 εὐ-γλωττίζω
εὐ-γλωττίζω, dasselbe, Philostr. v. Ap. 6, 36.
-
8 μετα-γλωττίζω
μετα-γλωττίζω, verdolmetschen, K. S.
-
9 ἀπο-γλωττίζω
ἀπο-γλωττίζω, der Zunge od. Sprache berauben, stumm machen, Luc. Lexiph. 15.
-
10 γλωττίζει
γλωττίζωkiss lasciviously: pres ind mp 2nd sgγλωττίζωkiss lasciviously: pres ind act 3rd sg -
11 απεγλωττισμένοις
ἀπό-γλωττίζομαιperf part mp masc /neut dat pl (attic)ἀπό-γλωττίζωkiss lasciviously: perf part mp masc /neut dat pl -
12 ἀπεγλωττισμένοις
ἀπό-γλωττίζομαιperf part mp masc /neut dat pl (attic)ἀπό-γλωττίζωkiss lasciviously: perf part mp masc /neut dat pl -
13 επιγλωττίζομαι
ἐπί-γλωττίζομαιpres ind mp 1st sg (attic)ἐπί-γλωττίζωkiss lasciviously: pres ind mp 1st sg -
14 ἐπιγλωττίζομαι
ἐπί-γλωττίζομαιpres ind mp 1st sg (attic)ἐπί-γλωττίζωkiss lasciviously: pres ind mp 1st sg -
15 μεταγλωττίσας
μεταγλωττίσᾱς, μετά-γλωττίζομαιaor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)μεταγλωττίσᾱς, μετά-γλωττίζωkiss lasciviously: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 ἀπογλωττίζω
ἀπο-γλωττίζω, der Zunge od. Sprache berauben, stumm machen -
17 εὐγλωττέω
εὐ-γλωττέω, u. εὐ-γλωττίζω, eine geläufige Zunge haben, fertig reden -
18 καταγλωττίζω
κατα-γλωττίζω, züngelnd, mit Berührung der Zunge, wollüstig küssen; τινά, einen niederreden, ihn zum Schweigen bringen. Aber κατεγλωττισμένη λέξις = in ausgesucht seltenen Wörtern -
19 μεταγλωττίζω
-
20 χαριτογλωσσέω,
χαριτο-γλωσσέω, u. χαριτο-γλωττίζω, zu Gefallen, nach dem Munde reden
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλωττίζω — (Α) [γλώττα] δίνω ρουφηχτό φιλί στο στόμα προβάλλοντας τη γλώσσα … Dictionary of Greek
γλωττίζει — γλωττίζω kiss lasciviously pres ind mp 2nd sg γλωττίζω kiss lasciviously pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
γλώττισμα — γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) [γλωττίζω] ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα … Dictionary of Greek
καταγλωττίζω — (Α) 1. φιλώ λάγνα ενώνοντας χείλη με χείλη και γλώσσα με γλώσσα 2. καταβάλλω κάποιον με τη γλώσσα, αποστομώνω 3. μιλώ εναντίον κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», Αριστοφ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεγλωττισμένος, η, ον αυτός που έχει γραφεί με… … Dictionary of Greek
μεταγλωττίσας — μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζομαι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζω kiss lasciviously aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεγλωττισμένοις — ἀπό γλωττίζομαι perf part mp masc/neut dat pl (attic) ἀπό γλωττίζω kiss lasciviously perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλωττίζομαι — ἐπί γλωττίζομαι pres ind mp 1st sg (attic) ἐπί γλωττίζω kiss lasciviously pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)