-
1 γενετείρα
-
2 γενετείρᾳ
-
3 γενέτειρα
γενέτειρα f. adj.1 birthgiver c. gen.Ἐλείθυια γενέτειρα τέκνων N. 7.2
-
4 γενέτειρα
γενέτειρα, ἡ, Erzeugerin, Pind. N. 7, 2 u. sp. D. Bei Euphor. frg. 47 die Erzeugte, die Tochter.
-
5 γενετειρα
ἡ родительница, мать Pind. -
6 γενέτειρα
γενέτειραmother: fem nom /voc sg -
7 γενέτειρα
γενέτειρα, Erzeugerin; die Erzeugte, die Tochter -
8 γενέτειρα
η1) место рождения, родина; 2) геом. образующая (линия) -
9 γενέτειρα
γενέτ-ειρα, fem. of γενετήρ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέτειρα
-
10 γενέτειρα
doğum yeri, memleket -
11 παγ-γενέτειρα
παγ-γενέτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, die Allerzeugerinn, φύσις, Antp. Sid. 3 (XII, 97).
-
12 συγ-γενέτειρα
συγ-γενέτειρα, ἡ, tem. zu συγγενέτης, Miterzeugerinn, Eur. El. 746.
-
13 εὐ-γενέτειρα
εὐ-γενέτειρα, ὴ, fem zum Folgdn, τύχη, Ep. ad. 428 (IX, 788).
-
14 γενετείρας
γενετείρᾱς, γενέτειραmother: fem acc plγενετείρᾱς, γενέτειραmother: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 γενέτειραι
γενέτειραmother: fem nom /voc pl -
16 γενέτειραν
γενέτειραmother: fem acc sg -
17 γίγνομαι
Grammatical information: v.Meaning: `be born, become, arise' (Il.).Other forms: Ion. etc. γί̄νομαι (with assimilation and lengthening, Schwyzer 215), Thess. Boeot. γίνυμαι (innovation, Schwyzer 698), Cret. γίννομαι, aor. γενέσθαι, perf. γέγονα, γέγαμεν, γεγαώς, Med. (new) γεγένημαι, fut. γενήσομαι; recent Att. etc. γενηθῆναι and γενηθήσομαι; transitive s-aorist γείνασθαι (ep. etc., \< *γεν-σ-; s. Schwyzer 756 and Wackernagel Unt. 175), alo γεινόμεθα, - μενος (either for γί(γ)νομαι, Schwyzer 715, or for γεν- with metrical lengthening); athemat. root aorist ἔγεντο (Hes.; analog. innovation, s. Schwyzer 678f. m. Lit.)Compounds: - γνη-τος, e.g. κασί-γνη-τος `brother' (q.v.) and - γν-ος in νεο-γν-ός `newborn' (h. Hom.), with ιο- in ὁμό-γν-ιος `of the same origin'Derivatives: γένος ( γενικός, - γενής) and γόνος, γονή ( γονεύς `parent'). γενεά, Ion. -ή `lineage' (Il.; s. Chantr. Form. 91). γενέ-θλη (Il.) and γένε-θλον (A.) `id.' with γενέθλιος and γενεθλιακός, γενεθλίδιος, γενεθλίωμα, γενεθλιάζω. γενε-τή `birth' (Hom.); hypocor. Γενετυλλίς name of Aphrodite as protectress of birth (Ar.;). γένε-σις `birth, origin' (Il.). γέν-να(s. v.). - γενέ-τωρ (Ion. Dor.) and γενε-τήρ (Arist.) `begetter'; on the diff. s. Benveniste Noms d'agent 46; fem. γενέτειρα (Pi.) ; γενέ-της (Ion.); with γενέσια n. pl. `Parentalia' (Hdt.). - γνήσιος `of real birth' (Il.) from γνητός. ἴγνητες s.vv. ( γνωτός, - τή to γιγνώσκω).Origin: IE [Indo-European] [373] *ǵenh₁-, ǵonh₁-, ǵnh₁- `beget'Etymology: Old verb: redupl. pres. γίγνομαι = Lat. act. gignō `beget'; thematic aorist ἐγένετο = Skt. them. impf. ájanata (pres. jánate, -ti = lat. genit); perf. γέγονα = Skt. jajā́na. Nouns γένος (Skt. jánas-, Lat. genus) and γόνος (Skt. jána-); γενέτωρ, γενετήρ (IE *ǵenh₁-) = Lat. genitor, Skt. jánitar- and janitár-, γενέτειρα = Skt. jánitrī, Lat. genitrī-x; γένεσις but with zero grade Skt. jātí- `birth, family', Lat. nāti-ō, OE ( ge)cynd ; - γνητος (*ǵnh₁-tos); - γν-ος in compounds (with loss of the laryngeal) = e. g. Lat. prīvi-gn-us `born separately' = `stepchild', νεο-γν-ός: Goth. niu-kla-hs `as a child' (\< *- kna- \< IE. *-ǵnh₁-o- dissimilated), also in NPhr. ουεγνω (*sue-ǵnh₁-o-); - γν-ιος in ὁμόγν-ιος = Gaul. Abe-gnia. - Many forms from different languages, s. Pok. 373ff.Page in Frisk: 1,307-308Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γίγνομαι
-
18 ευγενετειρα
-
19 παγγενετειρα
-
20 συγγενετειρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γενετείρᾳ — γενετείρᾱͅ , γενέτειρα mother fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειρα — mother fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειρα — η (AM γενέτειρα) (θηλ. τού γενετήρ*) η μητέρα νεοελλ. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου αρχ. 1. δημιουργός («ἀλήθεια γενέτειρα», Πλωτ.) 2. η θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε τειρα < *γενε τερ yα από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρ. γεν τού… … Dictionary of Greek
γενέτειρα — η ο τόπος γέννησης, η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου: Κάθε φορά που πηγαίνω στη γενέτειρά μου συγκινούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενετείρας — γενετείρᾱς , γενέτειρα mother fem acc pl γενετείρᾱς , γενέτειρα mother fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετείρῃ — γενέτειρα mother fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειραι — γενέτειρα mother fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτειραν — γενέτειρα mother fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek