Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γενέτωρ

См. также в других словарях:

  • γενέτωρ — ( ορος), ο (AM) 1. γεννήτωρ, πρόγονος 2. (για τους θεούς) ο προστάτης τού γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ τωρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] …   Dictionary of Greek

  • Γενέτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέτωρ — γενέτης begetter masc nom sg γενέτωρ masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενετόρων — Γενέτωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενέτορα — Γενέτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενέτορας — Γενέτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενέτορι — Γενέτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενέτορος — Γενέτωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • ομογενέτωρ — ὁμογενέτωρ, ορος, ὁ (Α) αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γενέτωρ (< γίγνομαι), πρβλ. αυτο γενέτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»