-
1 γενετωρ
-
2 Γενέτωρ
Γενέτωρmasc nom sg -
3 γενέτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέτωρ
-
4 γενέτωρ
γενέτηςbegetter: masc nom sgγενέτωρmasc nom sg -
5 προ-γενέτωρ
προ-γενέτωρ, ορος, ὁ, = προγεννήτωρ, Pempel. bei Stob. Flor. 79, 52.
-
6 παγ-γενέτωρ
παγ-γενέτωρ, ορος, ὁ, = Vorigem, Orph. H. 3, 1 u. öfter.
-
7 ὁμο-γενέτωρ
ὁμο-γενέτωρ, ορος, leiblicher Bruder, Eur. Phoen. 168.
-
8 Γενετόρων
Γενέτωρmasc gen pl -
9 Γενέτορα
Γενέτωρmasc acc sg -
10 Γενέτορας
Γενέτωρmasc acc pl -
11 Γενέτορι
Γενέτωρmasc dat sg -
12 Γενέτορος
Γενέτωρmasc gen sg -
13 Γενετυλλίς
-
14 διογενετωρ
- ορος adj. породивший ЗевсаΚρήτας διογενέτορες ἔναυλοι Eur. — критские пещеры, в которых родился (и вырос) Зевс
-
15 ομογενετωρ
-
16 γενετόρων
γενέτηςbegetter: masc gen plγενέτωρmasc gen pl -
17 γενέτορα
γενέτηςbegetter: masc acc sgγενέτωρmasc acc sg -
18 γενέτορας
γενέτηςbegetter: masc acc plγενέτωρmasc acc pl -
19 γενέτορι
γενέτηςbegetter: masc dat sgγενέτωρmasc dat sg -
20 γενέτορος
γενέτηςbegetter: masc gen sgγενέτωρmasc gen sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γενέτωρ — ( ορος), ο (AM) 1. γεννήτωρ, πρόγονος 2. (για τους θεούς) ο προστάτης τού γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ τωρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] … Dictionary of Greek
Γενέτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέτωρ — γενέτης begetter masc nom sg γενέτωρ masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενετόρων — Γενέτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενέτορα — Γενέτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενέτορας — Γενέτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενέτορι — Γενέτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενέτορος — Γενέτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ομογενέτωρ — ὁμογενέτωρ, ορος, ὁ (Α) αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γενέτωρ (< γίγνομαι), πρβλ. αυτο γενέτωρ] … Dictionary of Greek
Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo … Wikipedia