-
1 γενετήρ
-
2 γενετηρ
-
3 γενετήρ
γενετήρparents: masc nom sg -
4 γενετήρ
γενετήρ, Erzeuger; plur., die Eltern -
5 γενετήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενετήρ
-
6 γενετήρων
γενετήρparents: masc gen pl -
7 Γενετυλλίς
-
8 γενετήρα
-
9 γενετῆρα
-
10 γενετήρας
-
11 γενετῆρας
-
12 γενετήρες
-
13 γενετῆρες
-
14 γενετήρι
-
15 γενετῆρι
-
16 γενετήρος
-
17 γενετῆρος
-
18 γενετήρσιν
-
19 γενετῆρσιν
-
20 γενέτειρα
γενέτ-ειρα, fem. of γενετήρ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέτειρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γενετήρ — γενετήρ, ο (Α) 1. ο πατέρας 2. πληθ. γενετῆρες, οἱ οι γονείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε τήρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] … Dictionary of Greek
γενετήρ — parents masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῆρα — γενετήρ parents masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῆρας — γενετήρ parents masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῆρες — γενετήρ parents masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῆρι — γενετήρ parents masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῆρος — γενετήρ parents masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῆρσιν — γενετήρ parents masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετήρων — γενετήρ parents masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
αειγενετήρ — ἀειγενετήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που διαρκώς γεννά, παράγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενετήρ] … Dictionary of Greek