-
1 βρόμος
A any loud noise, as the crackling of fire, Il.14.396, Thphr.Fr. 165; roaring of thunder, Pi.O.2.27; of a storm, A. Th. 213 (lyr.), Fr. 195 codd.; of the drum, [Simon.]179.7; of horses, A. Th. 476; ἐλάφω β. belling, Alc.97 (cf. Poxy.1789.29); of the flute, h.Merc. 452, cf. S.Fr. 513: hence, rage, fury, E.HF 1212:— rare in Prose,βρόμοι καὶ ὀλολυγμοί Epicur.Fr. 143
; of thunder, earthquake, or sea, Arist.Mu. 395a13, 396a12, Mir. 843a8; of a volcano, Id.Fr. 634.------------------------------------A oats, Avena sativa, Hp.Vict.2.43, Dsc.2.94, Polem.Hist.88. -
2 βρόμος
-------------------------------- -
3 βρόμος
-
4 βρόμος [2]
-
5 βρομος
ὅ1) треск, шум(πυρὸς αἰθομένοιο Hom.; βρόμοι καὴ ὀλολυγμοί Plut.)
2) грохот, рокот, гул(κεραυνού Pind.; βροντῆς Eur.; σείειν τέν γῆν μετὰ βρόμου Arst.; ἐκ τῶν χασμάτων Diod.)
3) гудение, звуки(αὐλῶν HH.; τυμπάνων Anth.)
4) свист, вой(ἀνέμων Anth.)
5) рев(ἱππικῶν φρυαγμάτων Aesch.)
-
6 βρόμος
βρόμοςany loud noise: masc nom sg -
7 βρόμος
1 loud noise, roaringἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ τανυέθειρα Σεμέλα O. 2.25
-
8 βρόμος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βρόμος
-
9 βρόμος 1
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρόμος 1
-
10 βρόμος 2
βρόμος 2.Grammatical information: m.Meaning: `oats' (Thphr.)Other forms: Also βόρμος (Dieuch. ap. Orib.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρόμος 2
-
11 βρόμος 3
βρόμος 3.Grammatical information: m.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Hardly to βρέμω with LSJ.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρόμος 3
-
12 βρόμος
-ου ὁ N 2 0-0-0-1-0=1 Jb 17,11any loud voice, groaningCf. MURAOKA 1991, 207; WALTERS 1973, 72-73 -
13 βρόμος
-
14 βρόμος
-
15 πυρί-βρομος
πυρί-βρομος, im Feuer, am Feuer od. durch Feuer brausend; Orph. Arg. 1120, v. l. πυρίδρομος; vgl. Hymn. 20, 2. 58, 2, vom Zeus u. Eros.
-
16 πολυ-βρόμος
πολυ-βρόμος, viel oder sehr tosend, Schol. Il. 13, 41 Erkl. von ἄβρομος.
-
17 νυκτί-βρομος
νυκτί-βρομος, bei Eur. Rhes. 552 v. l. für νυκτιδρόμος, die Nacht durchtosend.
-
18 βαρύ-βρομος
βαρύ-βρομος, stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.
-
19 μεγαλό-βρομος
μεγαλό-βρομος, dasselbe, Orph. Arg. 461, ὕδωρ.
-
20 μελί-βρομος
μελί-βρομος, dasselbe, βοὰ αὐλῶν, Archi. 22 (VII, 696).
См. также в других словарях:
βρόμος — any loud noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
βρόμος — ο όνομα φυτού, λυκοσάρα, αγριοβρόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόμοι — βρόμος any loud noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμον — βρόμος any loud noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμου — βρόμος any loud noise masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμους — βρόμος any loud noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμων — βρόμος any loud noise masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμῳ — βρόμος any loud noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρόβρομος — θηρόβρομος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό βρομος, υψί βρομος] … Dictionary of Greek
πυρίβρομος — ον, Α αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ βρομος] … Dictionary of Greek