Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βρόμος

См. также в других словарях:

  • βρόμος — any loud noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρόμος — ο όνομα φυτού, λυκοσάρα, αγριοβρόμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρόμοι — βρόμος any loud noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμον — βρόμος any loud noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμου — βρόμος any loud noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμους — βρόμος any loud noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμων — βρόμος any loud noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμῳ — βρόμος any loud noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρόβρομος — θηρόβρομος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό βρομος, υψί βρομος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίβρομος — ον, Α αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ βρομος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»