Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεγαλό-βρομος

См. также в других словарях:

  • θηρόβρομος — θηρόβρομος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό βρομος, υψί βρομος] …   Dictionary of Greek

  • μελίβρομος — μελίβρομος, ον (Α) αυτός που ηχεί ευχάριστα, που βγάζει γλυκό ήχο, γλυκύφωνος («βοὰ αὐλοῑο μελιβρόμου», Αρχίλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βρόμος «ήχος» (πρβλ. μεγαλό βρομος)] …   Dictionary of Greek

  • υψίβρομος — ον, Α ὑψιβρεμέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βρόμος (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλό βρομος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»