Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαρύ-βρομος

См. также в других словарях:

  • πυρίβρομος — ον, Α αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ βρομος] …   Dictionary of Greek

  • πολύβρομος — ον Α πολύ βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρόμος «ισχυρός κρότος, βροντή» (< βρέμω), πρβλ. βαρύ βρομος] …   Dictionary of Greek

  • βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»