Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βού-κερας

См. также в других словарях:

  • ετερόκερος — η, ο και ετερόκερως, ων 1. αυτός που έχει κέρατα ανόμοια μεταξύ τους 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετερόκερος γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κερος ή κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] …   Dictionary of Greek

  • ευρυθμόκερως — εὐρυθμόκερως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) (για βόδια και ελάφια) ο ευρύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρυθμος + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] …   Dictionary of Greek

  • ευρύκερως — ο (Α εὐρύκερως, ωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρης αρχ. (για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»