-
1 κέρως
κέραςAër.neut gen sg (attic) -
2 πλατύ-κερως
πλατύ-κερως, breit gehörnt, Diosc.
-
3 πολύ-κερως
πολύ-κερως, ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.
-
4 στρεβλό-κερως
στρεβλό-κερως, mit gewundenen, gekrümmten Hörnern, Eust. 1394, 40.
-
5 τραγό-κερως
τραγό-κερως, ω, mit Bockshörnern (?); – Pflanze, = τράγιον, Diosc.
-
6 τρί-κερως
τρί-κερως, ων, dreikörnig, Sp.
-
7 ταυρό-κερως
ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, mit Stierhörnern, ϑεός, Eur. Bacch. 100, wie Euphor. lr. 14.
-
8 τετρά-κερως
τετρά-κερως, mit vier Hörnern; ἔλαφος, Ep. ad. 166 a (App. 319); Opp. Cyn. 2, 378.
-
9 χρῡσό-κερως
χρῡσό-κερως, ωτος, u. χρυσόκερως, ων, gen. ω, mit goldenen, vergoldeten Hörnern; Pind. ἔλαφος, Ol. 3, 30, wie Eur. Hel. 388 u. Ep. ad. (Plan. 92); βοῦς Plat. Alc. II, 149 c; μήνη M. Arg. 10 (V, 16); auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524).
-
10 βρῑθύ-κερως
βρῑθύ-κερως, ἔλαφος, mit schweren Hörnern, Opp. H. 2, 290.
-
11 καλλί-κερως
καλλί-κερως, ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).
-
12 εὐρύ-κερως
εὐρύ-κερως, ωτος, mit breiten Hörnern, breitem Geweih, Dammhirsche, Opp. C. 2, 293. 3, 2; sonst auch Mosch. 2, 153, βοῦς, wo jetzt ἠΰκερως steht.
-
13 εὔ-κερως
-
14 μεγαλό-κερως
μεγαλό-κερως, großkörnig, Schol. Opp. Hal. 2, 290 u. a. Sp.
-
15 βού-κερως
-
16 μονό-κερως
μονό-κερως, ωτος, ὁ, dasselbe; Arist. Gen. an. 3, 2; Plut. Per. 6. – Das Einhorn, Ael. N. A. 16, 20.
-
17 οὐλό-κερως
οὐλό-κερως, mit krausen, gewundenen Hörnern, Strab.
-
18 οἰό-κερως
-
19 αὐξί-κερως
αὐξί-κερως, = ἀεξίκερως, conj. für ταξίκερως, Archipp. Ath. XIV, 656 b.
-
20 αἰπύ-κερως
αἰπύ-κερως, hochgehörnt, ταῦρος, ἔλαφος, VLL.
См. также в других словарях:
κέρως — κέρας Aër. neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίκερως — ο, η (Α καλλίκερως) αυτός που έχει ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. ολιγό κερως ορθό κερως] … Dictionary of Greek
κολοβόκερως — κολοβόκερως, ω (Α) κολοβοκέρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. μελάγ κερως, πλατύ κερως] … Dictionary of Greek
μηλόκερως — και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει κέρατα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κερος και κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγό κερως, μονό κερως] … Dictionary of Greek
ετερόκερος — η, ο και ετερόκερως, ων 1. αυτός που έχει κέρατα ανόμοια μεταξύ τους 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετερόκερος γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κερος ή κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ευρυθμόκερως — εὐρυθμόκερως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) (για βόδια και ελάφια) ο ευρύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρυθμος + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ευρύκερως — ο (Α εὐρύκερως, ωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρης αρχ. (για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
εύκερως — ων (Α εὔκερως, ων και ασυναίρ. εὐκέραος, ον, μτγν. τ. εὐκεράως, ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος) νεοελλ. ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ωραία κέρατα. επίρρ... εὐκεράως (Α) με ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
μεγαλόκερος — και μεγάκερως, ο (Α μεγαλόκερως, ων, Μ μεγαλόκερος, ον) νεοελλ. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γιγαντιαίας άλκης το οποίο ανήκει στην οικογένεια cervidae μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μελάγκερως — μελάγκερως, ων (Α) αυτός που έχει μαύρα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κερως (< κέρας), πρβλ. μεγά κερως, μονό κερως] … Dictionary of Greek