Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κερασ-τής

См. также в других словарях:

  • σκεδαστής — ο ΝΜΑ, και θηλ. σκεδάστρια Ν αυτός που διασκορπίζει («τῶν προστάξεων τοῡ σκεδαστοῡ Φαραὼ ἠλόγουν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι + κατάλ. τής (πρβλ. κερασ τής)] …   Dictionary of Greek

  • κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • -ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκόμη — η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος θαμνωδών φυτών αρχ. μικρό φρυγανώδες φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόμη (πρβλ. κερασ κόμη). Ως όρος τής βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysocoma] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»