Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βιόδωρος

См. также в других словарях:

  • βιόδωρος — βιόδωρος, ον (Α) αυτός που χαρίζει ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δωρος < δώρον] …   Dictionary of Greek

  • βιόδωρος — life giving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιόδωρον — βιόδωρος life giving masc/fem acc sg βιόδωρος life giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοδώροις — βιόδωρος life giving masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»