-
1 βιοδωρος
См. также в других словарях:
βιόδωρος — βιόδωρος, ον (Α) αυτός που χαρίζει ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δωρος < δώρον] … Dictionary of Greek
βιόδωρος — life giving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιόδωρον — βιόδωρος life giving masc/fem acc sg βιόδωρος life giving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοδώροις — βιόδωρος life giving masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek