Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ανθρώπινη

См. также в других словарях:

  • ἀνθρωπίνη — ἀνθρώπινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπίνῃ — ἀνθρώπινος of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθιοπική φυλή — Ανθρώπινη φυλή των υποτροπικών, που προήλθε από αρχαίες επιμειξίες ευρωπιδών με στοιχεία της μαύρης φυλής. Η α.φ. κατέχει κυρίως το αιθιοπικό οροπέδιο, την Ερυθραία και τη Σομαλία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καθαρό όριο ανάμεσα σε αυτήν και στους… …   Dictionary of Greek

  • αυστραλιανή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από το μαυριδερό χρώμα της επιδερμίδας της, το δασύ τρίχωμα του σώματος και τα κυματιστά ή σγουρά μαλλιά. Οι Αυστραλιανοί είναι υπερβολικά δολιχοκέφαλοι (κεφαλικός δείκτης 73)· η μύτη τους είναι πλατιά και… …   Dictionary of Greek

  • βαλτική φυλή — Ανθρώπινη φυλή διαδεδομένη στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ των σλαβικών λαών, και κυρίως στις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), καθώς επίσης στη Λευκορωσία, στην Πρωσία και στην κεντρική Ρωσία. Σε μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζει τη… …   Dictionary of Greek

  • Γκριμάλντι, άνθρωπος του- — Ανθρώπινη φυλή της παλαιολιθικής εποχής. Ονομάστηκε έτσι από την τοποθεσία κοντά στην οποία βρέθηκαν ανθρώπινα λείψανα μεγάλης ανθρωπολογικής αξίας. Η φυλή του α. του Γ. αντιπροσωπεύεται από τους σκελετούς μόνο δύο ατόμων, ενός αγοριού και μιας… …   Dictionary of Greek

  • μεσογειακή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα του κορμού των ευρωπιδών, χαρακτηριζόμενη από λευκό ή ελαφρά μελαχρινό δέρμα, καστανά ή καστανά σκούρα μαλλιά, μέσο έως κοντό ανάστημα, μετρίως μακρύγραμμη σωματική διάπλαση και δολιχοκρανία σε γενικές γραμμές, με το οπίσθιο μέρος …   Dictionary of Greek

  • νειλωτική φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, που κατά την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρ. Μπιασούτι αποτελεί μέρος του κορμού των Νεγριδών, κλάδου των Νεγροειδών. Η ν.φ. ή Νειλώτες, είναι διαδεδομένη στη λεκάνη του Άνω Νείλου. Από φυσική άποψη, χαρακτηρίζεται από το πάρα… …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρωπίνηι — ἀνθρωπίνῃ , ἀνθρώπινος of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»