Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δακτυλίου

См. также в других словарях:

  • δακτυλίου — δακτύλιον neut gen sg δακτύλιος ring masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

  • ανουλένια — Πολυένια μονοκυκλικά με συζυγιακούς διπλούς δεσμούς που έχουν γενικό τύπο CnHn. Με αυτή την έννοια το βενζόλιο μπορεί να ονομαστεί α. [6] (ο αριθμός μέσα σε αγκύλες δείχνει τον αριθμό των ατόμων του άνθρακα που συμμετέχουν στον σχηματισμό του… …   Dictionary of Greek

  • Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση …   Dictionary of Greek

  • λακτάμες — Οργανικές ενώσεις που συγκροτούνται από εσωτερικά κυκλικά αμίδια και έχουν δομή ανάλογη προς τις λακτόνες. Οι λ. σχηματίζονται όταν απομακρυνθεί ένα μόριο νερού μεταξύ του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας των γ και δ αμινοξέων, με επακόλουθο… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοκήλη — η ιατρ. η τρίτη κατά συχνότητα κήλη, που παράγεται διά μέσου τού διευρυμένου ομφαλικού δακτυλίου και κατά την οποία ο κηλικός σάκος αποτελείται από περιτόναιο κολλημένο στο δέρμα και στα χείλη τού ινώδους ομφαλικού δακτυλίου …   Dictionary of Greek

  • παραπρωκτίτιδα — (Ιατρ.). Πυώδης φλεγμονή των κυτταρικών ιστών που περιβάλλουν το ορθό. Η πιο συχνή είναι η διείσδυση βακτηριακής χλωρίδας από το ορθό στους γύρω κυτταρικούς ιστούς, πράγμα που μπορεί να συμβεί με μια ραγάδα του δακτυλίου. Kάποιες φορές η φλεγμονή …   Dictionary of Greek

  • σταλακτίτης — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η κωνοειδής συνήθως ασβεστολιθική στήλη, που εμφανίζεται στην οροφή σπηλαίων. Τα νερά της βροχής που εισχωρούν στο έδαφος, επειδή περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, όταν περνούν από ασβεστολιθικά πετρώματα διαλύουν… …   Dictionary of Greek

  • σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»