-
1 γνωστός
γνωστός, 1) was erkannt werden kann, erkennbar, Soph. O. R. 361; Plat. Theaet. 205 b u. öfter, wie Folgde. – 2) bekannt, befreundet, Aesch. Ch. 691; bei Sp. öfter.
-
2 γνωστος
31) известный, знакомыйγ. γενέσθαι Aesch. — представиться, познакомиться;
2) доступный познанию, познаваемый Plat.3) понятный Soph. -
3 γνωστός
γνωστός, ή, όν понятный, известный -
4 γνωστός
γνωστόςknown: masc nom sg -
5 γνωστός
A known, A.Ch. 702, S. OT 361, Fr. 203, Pl.Tht. 205d, X.HG2.3.44, etc.; γνωστόν, τό, common knowledge,τινός PAmh.145.9
(iv/v A. D.). Adv. - τῶς clearly, LXX Pr.27.23, Eust.1540.1.2 knowable, Arist.Metaph. 1016b20, AP0.64b37, etc.; γνωστὰ σαρκός bodily symptoms (of anger), Phld. Ir.p.24 W.II pl., as Subst., = γνώριμοι, notables, Sm.Pr.31.23; acquaintance, friend, Ev.Luc.2.44,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωστός
-
6 γνωστός
-
7 γνωστός
η, ό[ν] 1. известный, знакомый; состоящий в знакомстве (о человеке);είμαστε γνωστοί — мы знакомы;
γνωστή υπόθεση — дело знакомое;
καθιστώ ( — или κάνω) γνωστό ότι... — ставить в известность, доводить до сведения;
είναι γνωστό ότι... — известно, что...;
ως γνωστόν — или όπως είναι γνωστό — как известно;
2. (ο) хороший знакомый, близкий человек -
8 γνωστός
{прил., 15}1. знакомый, известный;2. явный, понятный.Ссылки: Лк. 2:44; 23:49; Ин. 18:15, 16; Деян. 1:19; 2:14; 4:10, 16; 9:42; 13:38; 15:18; 19:17; 28:22, 28; Рим. 1:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γνωστός
-
9 γνωστός
{прил., 15}1. знакомый, известный;2. явный, понятный.Ссылки: Лк. 2:44; 23:49; Ин. 18:15, 16; Деян. 1:19; 2:14; 4:10, 16; 9:42; 13:38; 15:18; 19:17; 28:22, 28; Рим. 1:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γνωστός
-
10 γνωστός
-ή,-όν + A 2-2-3-10-8=25 Gn 2,9; Ex 33,16; 2 Kgs 10,11; Is 19,21; Zech 14,7known Ex 33,16; ὁ γνωστός acquaintance, friend Ps 87(88),9; (τὸ) γνωστόν know-ledge Gn 2,9 Cf. HORSLEY 1987, 143; →NIDNTT -
11 γνωστός
1. знакомый, известный; 2. явный, понятный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γνωστός
-
12 γνωστὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γνωστὸς
-
13 γνωστός
[гностос] εκ. известный, знакомый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γνωστός
-
14 γνωστός
[гностос] ουσ. а. известный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γνωστός
-
15 γνωστός
[гностос] επ известный, знакомый. -
16 γνωστός
[гностос] ουσ α известный. -
17 γνωστός ώς ..
познат како..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > γνωστός ώς ..
-
18 γνωστός
1) connu2) familier -
19 γνωστός
1) rodzinny przym.2) swojski przym.3) znajomy (m) rzecz.4) znajomy przym. -
20 γνωστός
1) domácký2) důvěrný3) familiární4) známý
См. также в других словарях:
γνωστός — known masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… … Dictionary of Greek
γνωστός — ή, ό 1. αυτός που τον γνωρίζουν: Αυτός ο καλλιτέχνης είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. 2. γνώριμος, φίλος: Έμαθα τα δυσάρεστα νέα από ένα γνωστό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωστά — γνωστός known neut nom/voc/acc pl γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc/acc dual γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστόν — γνωστός known masc acc sg γνωστός known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστότατον — γνωστός known masc acc superl sg γνωστός known neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ … Dictionary of Greek
Σκέδασος — Γνωστός πολίτης των Λεύκτρων. Οι κόρες του βιάστηκαν από Λακεδαιμόνιους και αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, στο σημείο που θάφτηκαν, οι Λακεδαιμόνιοι έμελλε να πάθουν συμφορά, η οποία τελικά συνέβη στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.),… … Dictionary of Greek
γνωσταί — γνωστός known fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστοῖο — γνωστός known masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστοῖς — γνωστός known masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)