-
1 ἀνθρωπίνῃ
человеческимчеловеческомуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνθρωπίνῃ
-
2 Η ανθρώπινη ψυχή είναι μυστήριο
– Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις• Чужая душа потемкиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η ανθρώπινη ψυχή είναι μυστήριο
-
3 αγνωστος
21) неизвестный, неведомый, незнакомый(τινι Hom.)
ἄγνωστον ἐς γῆν Eur. — в неведомую страну2) неузнаваемый(ἄγνωστον τεύχειν τινά Hom.)
3) непонятный4) непознаваемыйἄ. καθ΄ αὑτόν Arst. — непознаваемый в своей сущности5) незнающий(τινος Pind.)
6) бессильный познать, невежественный(δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)
-
4 αορατος
21) невидимый, незримый Isocr., Plat.; незаметный(διὰ σμικρότητα Plat.; τινι Plut.)
2) невиданный(ἄγνωστοι καὴ ἀόρατοι τόποι Polyb.)
3) (никогда) не видевший, не знавший(παντὸς κακοῦ Polyb.)
4) перен. близорукий, ограниченный(δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)
-
5 κοινωνια
ἥ1) (взаимо)отношение, (со)участие, общение, связь(πρὸς ἀλλήλους Plat. и μετ΄ ἀλλήλων NT.; ἡδονῆς τε καὴ λύπης, κοινωνίαι καὴ ὁμιλίαι Plat.)
τίς θαλάσσης βουκόλοις κ. ; Eur. — что общего у пастухов с морем?;ἥ ἀνθρωπίνη κ. Plat. — человеческие взаимоотношения, т.е. человеческое общество;δεξιὰς κοινωνίας δοῦναί τινι NT. — заключить с кем-л. союз2) брачная связь, брак Eur.3) общность(τῶν πόνων Plat.)
4) пожертвование, подаяние(εἰς τοὺς πτωχούς NT.)
-
6 κτισις
1) основ(ыв)ание, созда(ва)ние(ἀποικιῶν Isocr.; πόλεων Polyb.; Ῥώμης Plut.; ἀπὸ κτίσεως κόσμου NT.)
2) действие, мероприятие Pind.3) творение, тварь4) власть, начальство -
7 οιησις
-
8 προορατος
-
9 διάνοια
η интеллект, ум, разум; мысль, мышление;ανθρωπινή διάνοια — человеческий разум;
φωτεινή (μεγάλη) διάνοια — светлый (большой) ум;
οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας — лучшие умь! человечества;
έχω κατά διάνοια — иметь на уме; — думать, намереваться, намечать
-
10 κλήρα
η1) чаще бран. наследник, чадо;του διαβόλου ( — или καταραμένη) κλήρα — дьявольское отродье;
2) судьба, доля;δεν έχω κλήρα στον κόσμο — мне не везёт в жизни;
§ ανθρώπινη ( — или του ανθρώπου) κλήρα — человеческий род, человечество
-
11 φύση
[-ις (-εως)] η1) природа (в рази, знач); натура;ανθρώπινη φύσ — человеческая природа;
φύσει — или εκ φύσεως — или απ' τη φύση του — по природе, от природы; — по нату'ре;
είναι εκ φύσέως αγαθός — по натуре он добрый;
είναι στη φύση των ίδιων των πραγμάτων — это в природе вещей;
2) иск. натура;3) мужской член;§ νεκρή φύση — натюрморт;
είναι φύσει αδύνατον — это совершенно невозможно, это исключено;
κατά φύσιν — в соответствии с законами природы, естественно;
παρά φύσιν — противоестественно
-
12 Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις
– Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις• Чужая душа потемкиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις
См. также в других словарях:
ἀνθρωπίνη — ἀνθρώπινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίνῃ — ἀνθρώπινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθιοπική φυλή — Ανθρώπινη φυλή των υποτροπικών, που προήλθε από αρχαίες επιμειξίες ευρωπιδών με στοιχεία της μαύρης φυλής. Η α.φ. κατέχει κυρίως το αιθιοπικό οροπέδιο, την Ερυθραία και τη Σομαλία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καθαρό όριο ανάμεσα σε αυτήν και στους… … Dictionary of Greek
αυστραλιανή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από το μαυριδερό χρώμα της επιδερμίδας της, το δασύ τρίχωμα του σώματος και τα κυματιστά ή σγουρά μαλλιά. Οι Αυστραλιανοί είναι υπερβολικά δολιχοκέφαλοι (κεφαλικός δείκτης 73)· η μύτη τους είναι πλατιά και… … Dictionary of Greek
βαλτική φυλή — Ανθρώπινη φυλή διαδεδομένη στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ των σλαβικών λαών, και κυρίως στις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), καθώς επίσης στη Λευκορωσία, στην Πρωσία και στην κεντρική Ρωσία. Σε μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζει τη… … Dictionary of Greek
Γκριμάλντι, άνθρωπος του- — Ανθρώπινη φυλή της παλαιολιθικής εποχής. Ονομάστηκε έτσι από την τοποθεσία κοντά στην οποία βρέθηκαν ανθρώπινα λείψανα μεγάλης ανθρωπολογικής αξίας. Η φυλή του α. του Γ. αντιπροσωπεύεται από τους σκελετούς μόνο δύο ατόμων, ενός αγοριού και μιας… … Dictionary of Greek
μεσογειακή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα του κορμού των ευρωπιδών, χαρακτηριζόμενη από λευκό ή ελαφρά μελαχρινό δέρμα, καστανά ή καστανά σκούρα μαλλιά, μέσο έως κοντό ανάστημα, μετρίως μακρύγραμμη σωματική διάπλαση και δολιχοκρανία σε γενικές γραμμές, με το οπίσθιο μέρος … Dictionary of Greek
νειλωτική φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, που κατά την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρ. Μπιασούτι αποτελεί μέρος του κορμού των Νεγριδών, κλάδου των Νεγροειδών. Η ν.φ. ή Νειλώτες, είναι διαδεδομένη στη λεκάνη του Άνω Νείλου. Από φυσική άποψη, χαρακτηρίζεται από το πάρα… … Dictionary of Greek
ἀνθρωπίνηι — ἀνθρωπίνῃ , ἀνθρώπινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek