-
21 вмешательство
η επέμβαση, η παρέμβασηη ανάμειξηη παρεμβολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вмешательство
-
22 потемки
потемк||имн. τά σκοτάδια:в \потемкиах στά σκοτεινά· ◊ чужая душа \потемки \потемки погов. ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι μυστήριο. -
23 человечный
человеч||ныйприл ἀνθρωπινός, φιλάνθρωπος:\человечныйное отношение ἡ ἀνθρωπινή συμπεριφορά. -
24 διάνοια
η интеллект, ум, разум; мысль, мышление;ανθρωπινή διάνοια — человеческий разум;
φωτεινή (μεγάλη) διάνοια — светлый (большой) ум;
οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας — лучшие умь! человечества;
έχω κατά διάνοια — иметь на уме; — думать, намереваться, намечать
-
25 κλήρα
η1) чаще бран. наследник, чадо;του διαβόλου ( — или καταραμένη) κλήρα — дьявольское отродье;
2) судьба, доля;δεν έχω κλήρα στον κόσμο — мне не везёт в жизни;
§ ανθρώπινη ( — или του ανθρώπου) κλήρα — человеческий род, человечество
-
26 φύση
[-ις (-εως)] η1) природа (в рази, знач); натура;ανθρώπινη φύσ — человеческая природа;
φύσει — или εκ φύσεως — или απ' τη φύση του — по природе, от природы; — по нату'ре;
είναι εκ φύσέως αγαθός — по натуре он добрый;
είναι στη φύση των ίδιων των πραγμάτων — это в природе вещей;
2) иск. натура;3) мужской член;§ νεκρή φύση — натюрморт;
είναι φύσει αδύνατον — это совершенно невозможно, это исключено;
κατά φύσιν — в соответствии с законами природы, естественно;
παρά φύσιν — противоестественно
-
27 ανθρωπίνηι
-
28 ἀνθρωπίνηι
-
29 Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις
– Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις• Чужая душа потемкиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ανθρωπο βλέπεις, ψυχή δε βλέπεις
-
30 flesh and blood
1) (relations; family: She is my own flesh and blood.) στενός συγγενής, `αίμα`2) (human nature: It is more than flesh and blood can tolerate.) ανθρώπινη φύση -
31 натура
-ы θ.1. παλ. βλ. природа (1 σημ.).2. παλ. βασική ιδιότητα, ουσία.3. χαράκτηρας, ήθος ιδιοσυγκρασία, φύση. || ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση•крепкая γερός οργανισμός.
4. πραγματικότητα, φύση•в -е таких зверей не бывает στην πραγματικότητα τέτοια θηρία όεν υπάρχουν.
5. (Τέχνη)• η ζωντανή φύση•рисовать с -ы ζωγραφίζω άμεσα από τη φύση.
|| βλ. натуршик, -ца. || (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον.6. είδος, προϊόν (αντί χρημάτων).εκφρ.в -е вещей – βλ. στη λ. природа• вторая натура δεύτερη φύση•привычка – вторая натура – η έξη (συνήθεια) είναι δεύτερη φύση•быть ή стоять на -е – ποζάρω (στο ζωγράφο). -
32 общество
-а ουδ.1. κοινωνία•человче-ско общество ανθρώπινη κοινωνία•
первобытное общество πρωτόγονη κοινωνία.
2. κύκλος• τάξη• στρώμα•дворянское общество η τάξη των ευγενών•
купеческое общество το στρώμα των εμπόρων.
|| το φύλο•женское общество το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.
3. παρέα, συντροφιά, κομπανία. || το περιβάλλον.4. σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία•грко-со-втское общество ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος•
акционерное общество μετοχική εταιρεία.
|| σύλλογος•спортивное общество αθλητικός σύλλογος.
5. αγροτική κοινότητα. -
33 природа
-ы θ.1. η φύση•любить -у αγαπώ τη φύση•
на лене -ы στους κόλπους της φύσης•
мртвая природа νεκρή φύση•
изучать -у μελετώ τη φύση•
законы -ы νόμοι της φύσης.
2. υπόσταση, ουσία.• человеческая природа η ανθρώπινη φύση•природа общественных отношений η φύση των κοινωνικών σχέσεων.
|| χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, το φυσικό•привычка природа вторая природа η έξη είναι δεύτερη φύση.
3. (απλ.) ράτσα• σόι• καταγωγή•он хорошей -ы αυτός είναι καλής καταγωγής, σοΐλής.
εκφρ.от -ы – από τή φύση, εκ γενετής, γενητάτος•в -е вещей – στη φύση των ίδιων των πραγμάτων•по -е – από φύση, από χαρακτήρα. -
34 форма
-ы θ.1. μορφή, σχήμα•земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•
форма куба σχήμα κύβου•
придать -у προσδίδω μορφή.
|| πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.2. είδος, τύπος•форма правления μορφή διοίκησης•
-ы стоимости μορφές αξίας•
-ы энергии μορφές ενέργειας•
острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.
4. εμφάνιση•по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.
|| βλ. жанр.5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.6. στολή•парадная форма στολή παρέλασης•
военная форма στρατιωτική στολή.
7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•форма заявления υπόδειγμα αίτησης•
форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.
8. (γλωσ.) μορφή•неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•
личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•
падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.
9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.εκφρ.- ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•- ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως. -
35 δόσις
A giving, ;χρημάτων Hdt.1.61
;μισθοῦ Th.1.143
; opp. αἴτησις, Pl.Euthphr. 14d;δ. χρημάτων καὶ λῆψις Arist.EN 1107b8
;λήψεις καὶ δόσεις Arr.Epict.2.9.12
, cf. LXX Si.41.19, Ep.Phil.4.15.2 ἐμβολῶν δ. ramming in naval tactics, D.S.13.10.II gift,καί οἱ δ. ἔσσεται ἐσθλή Il.10.213
;δ. ὀλίγη τε φίλη τε Od.6.208
, 14.58, cf. Hdt. 1.90, 9.93, S.OT 1518, etc.;δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041
(lyr.);θεῶν εἰς ἀνθρώπους Pl.Phlb. 16c
.2 bequest, legacy: κατὰ δόσιν by will (opp. κατὰ γένος, as heir-at-law), Is.4.7, Isoc.19.45, cf. Harp.3 largess, = Lat. congiarium, Hdn.6.8.8 (pl.).5 payment on account, instalment, IG12.296, 7.303.35 (Orop.), etc.; payment in kind, PMasp.146.4 (vi A. D.), al.8 τῆς οἰκονομίας πολλὴν ποιεῖσθαι δ. lay great stress on an arrangement, D.H.Dem.51; οὐ τοσαύτην ποιούμενοι τῆς ἡδονῆς δ. ὅσην τῆς ἀληθείας ib.18.9 destiny, fate of an individual,ἡ ἀνθρωπίνη δ. Iamb.Myst. 1.3
; esp. of planetary influence, Plot.2.3.2, al. -
36 κοινωνία
κοινων-ία, ἡ,A communion, association, partnership,κ. μαλθακά Pi.P.1.97
;οὔτε φιλία ἰδιώταις οὔτε κ. πόλεσιν Th.3.10
;ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., φιλία οὐκ ἂν εἴη Pl.Grg. 507e
;ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις Id.Lg. 861e
, cf. Smp. 182c; ἡ περὶ.. ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. ib. 188c;ἐν διαλύσει τῆς κ. Id.R. 343d
; ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσι, viz. co-education, ib. 466c; ἀνθρωπίνη κ. human society, Id.Plt. 276b;ἡ κ. ἡ πολιτική Arist.Pol. 1252a7
; αὕτη ἡ κ., of marriage, ib. 1334b33; πόλις ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. ib. 1281a1; fellowship, Act. Ap.2.42, al.;ἡ πρὸς τὸν Δία κ. Arr.Epict.2.19.27
.b joint-ownership, PLond.2.311.2 (ii A.D.), etc.2 c. gen. objecti,λυγραὶ.. τῶν ὅπλων κ. E.HF 1377
; ; ; ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. συνδεῖ ib. 462b; ;βοηθείας καὶ φιλίας D.9.28
; βίου, of marriage, BGU1051.9 (Aug.);ἡ κ. τοῦ ἁγίου πνεύματος 2 Ep.Cor.13.14
(later, of Holy Communion, Just. Nov.7.11);κ. τῶν ἱερῶν Supp.Epigr.4.247
([place name] Panamara); τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; what have herdsmen to do with the sea? E.IT 254; τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; Ar.Th. 140;λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά Alex.296
; opp. ἀκοινωνησία, Dam.Pr. 423.IV Pythag. name for 2, Theol.Ar.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνία
-
37 μανία
A madness, Hdt.6.112, Hp.Aph. 7.5, S.Ant. 958 (lyr.), etc.;πολλὴν καταγνῶναι μ. τινῶν Isoc.4.133
;μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Pl.Phlb. 45e
;μανίη νοῦσος Hdt.6.75
: freq. in pl., Lex Solonis ap.D.46.14, Thgn.1231, A.Pr. 879, 1057 (both anap.), etc.II enthusiasm, inspired frenzy,μ. Διονύσου πάρα E.Ba. 305
;ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μ. Pl.Phdr. 245a
; θεία μ., opp. σωφροσύνη ἀνθρωπίνη, ib. 256b, cf. Prt. 323b, X. Mem.1.1.16;τῆς φιλοσόφου μ. τε καὶ βακχείας Pl.Smp. 218b
.III passion,ἐρωτικὴ μ. Id.Phdr. 265b
;μανίην μανεὶς ἀρίστην Anacreont. 59.2
: freq. in pl., Pi.O.9.39, N.11.48, E.HF 835;ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει Id.Heracl. 904
(lyr.); μανίη τινός mad desire for.., Hermesian.7.85.------------------------------------μανία (B), ἡ,A = μανότης, An.Ox.2.393. -
38 προορατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προορατός
-
39 σκόρδον
σκόρδ-ον, τό,A = σκόροδον, Crates Theb.4.5 D., IG22.1184.15 (iv B.C.), PSI4.332.6 (iii B.C.), PTeb.717.5 (ii B.C.), LXX Nu.11.5, Phld.Po.2.52, Dsc.2.152, IG3.73.10, Edict.Diocl.6.23, Gp.12.8.8, etc.: prov., μὴ σκόρδου (sc. φάγω) 'anything for a quiet life', prob. in Cic.Att.13.42.3; cf. σκόροδον: codd. of Thphr. have both σκόρδον (HP1.10.7, al.) and σκόροδον (1.6.9, al., Od.63):—[var] Dim. [full] σκορδόνιον, τό, Dsc.Eup.2.119; [suff] σκορδ-σνίανκαλοῦσιν οἱ Ῥωμαῖοι Orib.
ap. Aët.11.10 (s.v.l.).II .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκόρδον
-
40 συμβλητός
A comparable, capable of being compared, abs. or c. dat., Arist. Top. 107b17, Ph. 248a11, Metaph. 1080a20, 1081a5, EN 1133a19; πᾶν ἀγαθὸν πρὸς πᾶν ς. Id.Pol. 1283a4, cf. Theoc.5.92;τὸ πλῆθος Thphr.CP6.3.4
; οὐ σ. κατὰ τοῦτο, πότερον .. Arist.Ph. 249a6;κατὰ τὸ μᾶλλον Id.Top. 107b13
.IV fitted together, made of two or more pieces, πηδάλιον, κεραῖαι, etc., PCair.Zen.755.2, al. (iii B.C.); τὸ σ. τῶν χειλῶν line of juncture, Ruf.Onom.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβλητός
См. также в других словарях:
ἀνθρωπίνη — ἀνθρώπινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίνῃ — ἀνθρώπινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθιοπική φυλή — Ανθρώπινη φυλή των υποτροπικών, που προήλθε από αρχαίες επιμειξίες ευρωπιδών με στοιχεία της μαύρης φυλής. Η α.φ. κατέχει κυρίως το αιθιοπικό οροπέδιο, την Ερυθραία και τη Σομαλία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καθαρό όριο ανάμεσα σε αυτήν και στους… … Dictionary of Greek
αυστραλιανή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από το μαυριδερό χρώμα της επιδερμίδας της, το δασύ τρίχωμα του σώματος και τα κυματιστά ή σγουρά μαλλιά. Οι Αυστραλιανοί είναι υπερβολικά δολιχοκέφαλοι (κεφαλικός δείκτης 73)· η μύτη τους είναι πλατιά και… … Dictionary of Greek
βαλτική φυλή — Ανθρώπινη φυλή διαδεδομένη στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ των σλαβικών λαών, και κυρίως στις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), καθώς επίσης στη Λευκορωσία, στην Πρωσία και στην κεντρική Ρωσία. Σε μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζει τη… … Dictionary of Greek
Γκριμάλντι, άνθρωπος του- — Ανθρώπινη φυλή της παλαιολιθικής εποχής. Ονομάστηκε έτσι από την τοποθεσία κοντά στην οποία βρέθηκαν ανθρώπινα λείψανα μεγάλης ανθρωπολογικής αξίας. Η φυλή του α. του Γ. αντιπροσωπεύεται από τους σκελετούς μόνο δύο ατόμων, ενός αγοριού και μιας… … Dictionary of Greek
μεσογειακή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα του κορμού των ευρωπιδών, χαρακτηριζόμενη από λευκό ή ελαφρά μελαχρινό δέρμα, καστανά ή καστανά σκούρα μαλλιά, μέσο έως κοντό ανάστημα, μετρίως μακρύγραμμη σωματική διάπλαση και δολιχοκρανία σε γενικές γραμμές, με το οπίσθιο μέρος … Dictionary of Greek
νειλωτική φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, που κατά την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρ. Μπιασούτι αποτελεί μέρος του κορμού των Νεγριδών, κλάδου των Νεγροειδών. Η ν.φ. ή Νειλώτες, είναι διαδεδομένη στη λεκάνη του Άνω Νείλου. Από φυσική άποψη, χαρακτηρίζεται από το πάρα… … Dictionary of Greek
ἀνθρωπίνηι — ἀνθρωπίνῃ , ἀνθρώπινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek