Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ήρόμην

См. также в других словарях:

  • ἠρόμην — ἀρόω plough imperf ind mp 1st sg (attic epic ionic) αἴρω attach aor ind mid 1st sg (attic epic ionic) ἔρομαι ask aor ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾐρόμην — αἴρω attach imperf ind mp 1st sg εἴρω 2 say imperf ind mid 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ar-2 oder er- —     ar 2 oder er     English meaning: to distribute     Deutsche Übersetzung: “zuteilen; (med.) an sich bringen”     Grammatical information: with IE nu present     Material: Av. ar (present ǝrǝnav , ǝrǝnv , preterit pass. ǝrǝnüvī) “ grant,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»