Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰρ

См. также в других словарях:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Telendos — (Τέλενδος) Telendos Gewässer Mittelmeer Inselgruppe …   Deutsch Wikipedia

  • Ellinikí Radiofonía Tileórasi — Saltar a navegación, búsqueda Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Ellinikí Radiofonía Tileórasi Tipo Empresa pública Fundación 1938 Sede Atenas …   Wikipedia Español

  • Papyrus 123 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 123 …   Deutsch Wikipedia

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ακαλανθίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της μακεδονικής Ημαθίας, Πιερία. Αυτή και οι οκτώ άλλες αδελφές της μεταμορφώθηκαν σε κίσσες, επειδή καυχήθηκαν πως τραγουδούσαν καλύτερα από τις εννέα Μούσες. * * * ἀκαλανθίς ( ίδος), η (Α) 1. αρχαία ελλην.… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • ενδιαεριαυερινήχετος — ἐνδιαεριαυερινήχετος, ον (Α) σκωπτική λέξη με την οποία ο Αριστοφάνης (Ειρ. 831) διακωμωδεί τους διθυραμβοποιούς …   Dictionary of Greek

  • θωρακοπώλης — θωρακοπώλης, ὁ (Α) (στην Ειρ. τού Αριστοφ. ως πρόσ. τού δράματος) ο πωλητής θωράκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, κος + πώλης (< πωλώ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»