-
1 αστρ'
ἀστρά, ἀστήρstar: masc acc sgἀστρί, ἀστήρstar: masc dat sg——————ἄστρα, ἄστρονthe stars: neut nom /voc /acc pl -
2 ἀστρ'
Βλ. λ. αστρ' -
3 ἄστρ'
Βλ. λ. αστρ' -
4 ἀστρ-ωπός
-
5 ἀστρ-άρχη
ἀστρ-άρχη, ἡ, Sternenfürstin, Orph. H. 9, 10.
-
6 ἀστρωσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστρωσία
-
7 ἄστρωτος
ἄστρ-ωτος, ον,3 of a horse, without trappings, Arr.Tact.2.3, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄστρωτος
-
8 ἀστράρχη
-
9 ἀστρωπός
-
10 ἀστράγαλος
ἀστράγαλος, ὁ, 1) der Wirbelknochen, bes. Halswirbel, Hom. Iliad. 14, 466 Od. 10, 560. 11, 65; ἐκ δ' ἐάγη καίριον ἀστράγαλον Diod. 15 (VII, 632). – 2) das Sprungbein, der Knöchel in der Ferse, Her. 3, 129 ὁ ἀστρ. ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρϑρων; Xen. Equ. 1, 15 von Pferden; vgl. Arist. H. A. 2, 1. Sie wurden in Peitschen eingeflochten, ἡ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιξ Luc. Asin. 38; οὐ λήψεταί τις τοῦτον ἀστραγάλῳ D. S. 4, 34, vgl. ἀστραγαλωτός; Theocr. 10, 36 werden zierliche Füße mit ἀστραγάλοις verglichen, nach Schol. λευκοὶ ὡς οἱ ἀστρ. – 3) gew. im plur., Würfel, zuerst aus den Knöcheln einiger Thiere, später aus Elfenbein u. Stein gemacht; Iliad. 23, 88 ἀμφ' ἀστραγάλοισι χολωϑείς, wegen der Würfel, des Würfelspiels, v. l. ἀμφ' ἀστραγάλῃσιν ἐρύσας (?ἐρίσσας?), Scholl. Did.; vgl. auch Scholl. Aristonic.; Plat. Theaet. 154 cf; Ar. Vesp. 296 u. Sp. Sie waren auf 2 Seiten rund, auf 4 mit Punkten so bezeichnet, daß 1 u. 6, u. 3. u. 4 einander gegenüberstanden ( κύβοι waren auf allen 6 Seiten bezeichnet). Man warf immer 4 Knöchel aus der Hand od. aus einem Becher, πυργός (vgl. διάσειστος, Harpocr. u. das. Men. wie Aesch. 1, 59); der beste Wurf hieß Ἀφροδίτη, Μίδας od. Ἡρακλῆς, wenn die Würfel 1, 3, 4, 6 zeigten, μηδενὸς ἀστραγάλου πεσόντος ἴσῳ σχήματι Luc. Amor. 16; der schlechteste κύων, wenn alle dieselbe Augenzahl zeigten, der Wurf ein Pasch war, s. Eustath. ad Od. 1397, 34. Bei Antip. Sid. 93 (VII, 427) werden 3 Würfe, Αλέξανδρος, ἔφηβος, Χῖος (vgl. Leon. Tar. 84 (VII, 422), als die schlechtesten bezeichnet). Vgl. κύβος u. πενταλιϑίζὲιν. – 4) an den ionischen Säulen der Schnörkel am Capital. – 5) ein Hülsengewächs, astragalus baeticus, Linn. – 6) ein Maaß bei den Aerzten.
-
11 άστρο(ν)
τό1) светило; звезда;άστρο(ν) της ημέρας — дневное светило, солнце;
άστρο(ν) της νύχτας — луна;
άστρο(ν) της αυγής — утренняя звезда;
της τραμουντάνας ( — или της κλαδευτήρας) — северная звезда;2) судьба, звезда (чья-л.);3) бот. астра; 4) звёздочка (на погонах и т. п.);§ μιλώ ( — или κουβεντιάζω) με τ' άστρα — а) предсказывать судьбу по звёздам;
б) витать в облаках, утратить связь с реальностью;κατεβάζω τ' άστρα — давать невыполнимые обещания;
οδηγό άστρ — путеводная звезда;
δεν έσμιξαν τ' άστρα τους они друг другу не пара;εφόρεσε τον ουρανό με τ' άστρα — она разоделась в пух и прах
-
12 άστρο(ν)
τό1) светило; звезда;άστρο(ν) της ημέρας — дневное светило, солнце;
άστρο(ν) της νύχτας — луна;
άστρο(ν) της αυγής — утренняя звезда;
της τραμουντάνας ( — или της κλαδευτήρας) — северная звезда;2) судьба, звезда (чья-л.);3) бот. астра; 4) звёздочка (на погонах и т. п.);§ μιλώ ( — или κουβεντιάζω) με τ' άστρα — а) предсказывать судьбу по звёздам;
б) витать в облаках, утратить связь с реальностью;κατεβάζω τ' άστρα — давать невыполнимые обещания;
οδηγό άστρ — путеводная звезда;
δεν έσμιξαν τ' άστρα τους они друг другу не пара;εφόρεσε τον ουρανό με τ' άστρα — она разоделась в пух и прах
-
13 ἀστραπή
ἀστραπή, ἡ, der Blitz, Aesch. Sept. 412; βροντὴ καὶ ἀστρ. Her. 3, 86 u. Folgde; übrtr., Glanz, ὀμμάτων Soph. frg.
-
14 ἀστράπτω
ἀστράπτω, Blitze schleudern, blitzen, Hom. vom Zeus Iliad. 2, 353. 9, 237. 10, 5. 17, 595; Arist. ἀστράπτει, es blitzt; Glanz ausstrahlen, ἵμερον ἀπ' ὀμμάτων ἀστράπτουσα Asclep. 12 (XII, 161); Κελτοῖς πουλὺν ἐνυάλιον Crinag. 28 (IX, 283); σέλας ἐξ ὀμμάτων Aesch. Prom. 356; intrans. glänzen, bes. von Augen, τοῖς ὄμμασι Xen. Cyn. 6, 15; ὄψις ἀστράπτουσα Plat. Phaedr. 254 b; γλῆναι ἀστράπτουσαι Sosip. 3 (V, 56); vgl. Opp. C. 1, 360; vom Metallglanz, χαλινὸς ἀστρ. Soph. O. C. 1069; ἤστραπτε χαλκῷ Xen. Cyr. 6, 4, 1; beleuchten, εὐνήν Mus. 276.
-
15 αστρωπος
-
16 θερμαστρίς
A Cultes Égyptiens 220 (Delos, ii B.C.); gen.θερμαστρίδος Arist.Mech. 854a24
: acc. pl.θερμάστρεις LXX 3 Ki.7.26(40)
, 31(45): for forms with - αυστρ- v. infr.:— tongs used by smiths to take hold of hot metal, Hsch.: generally, pincers, pliers, Arist.l.c.2 metaph., a violent dance, in which the legs were crossed tong-fashion, Poll.4.102, Ath.14.630a, Hsch. ( θερμαυστρίς codd. Poll., θαυυαστρεις cod. A Ath.,θέρμαστρις Hsch.
); cf. θερμαυστρίζω.II spike, clamp, Ath.Mech.34.4.III = θερμαντήρ, τὰς θερμάστρεις LXX Il.cc.; θερμαυστρίς andθερμαστρίς Poll.10.66
; acc. θέρμαυστριν (prob. in this signf.) Eup.228: in IG and Roussel Il. cc. the signf. may be 1.1 or 111. (In signf. 1 prob. fr. θερμός, αὔω (A), cf. ἐξ-αύω: but the origin of signf. 111 and the form - αστρ- is not clear.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαστρίς
-
17 θερμός
Grammatical information: adj.Meaning: `warm' (Il.).Compounds: Often as 1, member, e. g. Θερμο-πύλαι (Hdt.; s. Risch IF 59, 267). On ἄ-, ἔκ-, ἔν-θερμος etc. s. below on θέρμη and θερμαίνω.Derivatives: A. Substantives. 1. θέρμη, also - μᾰ (s, Schwyzer 476 n. 2, Chantraine Formation 102 and 148) f. `warmth, heat, heat of fever' (IA) with ἄ-θερμος `without warmth' (Frisk Adj. priv. 11), ἔν-θερμος `with warmth inside, warm' (Strömberg Greek Prefix Studies 95); θερμίζω `be feverish' (Euboea). 2. θερμότης `warmth, heat' (IA). 3. θερμωλή `id.' (Hp.; Frisk Eranos 41, 52). 4. θερμέλη ἡ θέρμη Suid. (Strömberg Wortstudien 79). 5. θέρμασσα = κάμινος (Hdn. Gr. 1, 267; formation unclear, cf. Schwyzer 525f., Müller-Graupa Glotta 31, 129). - B. Adjectives: 1. θερμώδης `lukewarm' (Aret.); here Θερμώδων, - οντος river name (Boeotia, Pontos; s. Krahe Beitr. z. Namenforschung 2, 236; 3, 162). 2. θερμηρός adjunct of ποτήριον (H. s. κελέβη; to θέρμη?). - C. Verbs: 1. θέρμετο ipf. `became warm' (Il.), θέρμετε ipv. `warmeth!' (θ 426; after it Ar. Ra. 1339); on the formation cf. Schwyzer 722f. 2. θερμαίνω, aor. θερμῆναι `warm' (Il.), often with prefix, e. g. ἐκ-θερμαίνω `warm completely' (Hp., Arist.) with postverbal ἔκθερμος `very hot' (Vett. Val.); from there θέρμανσις `heating' (Arist.) with θερμαντικός `fit to make warm' (Pl., Arist.), θερμασία `heating, warmth' (Hp., Arist.; cf. Schwyzer 469), θέρμασμα `warming cuff' (medic.; s. Chantraine Formation 176), θερμάστρᾱ s. θερμάζω; θερμαντήρ "warmer", `kettle to cook water' (Poll.) with θερμαντήριος `warming' (Hp., inscr.). 3. θερμάζω `id.' only aor. opt. med. θερμάσσαιο (Nic. Al. 587) with θερμάστρα f. `furnace' (Call.; also to θερμαίνω); also θερμαύστρα written through confusion with θερμαυστρίς ( θέρμ-) `fire-tongs' (Arist., H.), cf. πυρ-αύστρα `id.' ( αὔειν `bring fire'); also metaph. as name of a dance (Poll., Ath.) with θερμαυστρίζω (Critias, Luc.); from θερμάστρα: θερμαστρίς ( θέρμ-) = θερμαντήρ (Eup., LXX); the forms in - αστρ-, - αυστρ- are not regularly distinguished, cf. Schulze Kl. Schr. 189 w. n. 6; through dissimilation θέρμαστις meaning unclear (Attica IVa) with θερμάστιον (Aen. Tact.).Etymology: Inherited adjective, identical with Arm. ǰerm `warm', Thrak.-Phryg. germo- (in GN, e.g. Γέρμη), IE * gʷʰermo-; also in substantivized funktion Alb. zjarm, zjarr `heat'. With o-vocalism, originally substantiv., IE * gʷʰormo- in Skt. gharmá- m. `heat', OPr. gorme `id.'; sec. also adjectival in Av. garǝma-, Lat. formus, Germ., e. g. NHG warm. Uncertain Toch. A śārme `heat (?)'. More forms in W.-Hofmann s. formus, Mayrhofer Wb. s. gharmáḥ; s. on θέρομαι, θέρος.Page in Frisk: 1,664-665Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θερμός
См. также в других словарях:
ἀστρ' — ἀστρά , ἀστήρ star masc acc sg ἀστρί , ἀστήρ star masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστρ' — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
Ροζέτα — και Ροζέττα και Ροζέττη και Ρωσέττη, η, Ν φρ. α) «Νεφέλωμα Ροζέτας» αστρ. πολύ εκτεταμένο διεσπαρμένο νεφέλωμα στον αστερισμό τού Μονόκερω β) «Στήλη Ροζέττας [ή Ροσέττης]» αρχαιολ. ενεπίγραφος λίθος ακανόνιστου σχήματος, από μαύρο βασάλτη, που… … Dictionary of Greek
ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… … Dictionary of Greek
θέρμαψις — θέρμαψις, ἡ (Α) κάμινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + αψις (< άπτω «ανάβω»), πρβλ. άστρ αψις, έξ αψις] … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
σαπίτης — ο, Ν είδος φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπ τού σαπίζω + επίθημα ίτης (πρβλ. αστρ ίτης: άστρο)] … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek
επιτολή — η (αστρ.), η εμφάνιση άστρου ή αστερισμού στον ορίζοντα, η ανατολή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)