-
1 θερμαίνω
θερμαίνωwarm: pres subj act 1st sgθερμαίνωwarm: pres ind act 1st sg -
2 θερμαίνω
θερμαίνω, erwärmen, erhitzen; εἰςόκε ϑερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη ϑ ερμήνῃ Il. 14, 6; pass. warm, heiß werden, ὑπὸ σποδοῠ ἤλασα πολλῆς, εἵως ϑερμαίνοιτο Od. 9, 375, ἡλίο υ κύκλος μέσον πόρον διῆκε ϑερμαίνων φλογί Aesch. Pers. 497; ἥλιος ϑερμαίνων χϑόνα Eur. Bacch. 678; ἕως ἐϑέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου Alc. 761, vgl. Cycl. 423; Ggstz ψύχω, Plat. Phaed. 268 a; ϑερμαίνεται ὅσαπερ ἂν πρότερον ψύχηται Tim. 82 a, Folgde, die den aor. ἐϑέρμανα bilden. Arist. gen. an. 1, 21. – Von Fieberhitze, Medic. – Häufig übtr., νόον φιλότητι Pind. Ol. 11, 91; bes. von der Freude, πολλοὺς ἀναιρῶν πολλὰ ϑερμαίνοι φρένα Aesch. Ch. 998; χαρᾷ ϑερμαινόμεσϑα καρδίαν Eur. El. 402; ὅςτις κεναῖσιν ἐλπίσιν ϑερμαίνεται Soph. Ai. 173; vom Zorn, μὴ προς
-
3 θερμαινω
(aor. ἐθέρμηνα и поздн. ἐθέρμᾱνα)1) греть, нагревать(θερμὰ λοετρά Hom.; φλογί τι Aesch.; χθόνα Eur.; θερμαίνεται ἥ γῆ ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.)
θερμαίνεσθαι πρὸς τὸ φῶς NT. — греться у огня2) разогревать, раскалять(τὸν μοχλόν Hom.)
3) сушить, высушивать(θερμαινόμεναι αἱ ῥίζαι Xen.)
4) согревать, разгорячать(σπλάγχνα ποτῷ Eur.)
5) волновать, возбуждать(σπλάγχνα κότῳ Arph.; χαρᾷ καρδίαν Eur.; νοὸν φιλότητι Pind.)
θερμαίνεσθαι κεναῖσιν ἐλπίσιν Soph. — быть взволнованным пустыми надеждами -
4 θερμαίνω
1 warm, cheerμάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον O. 10.87
-
5 θερμαίνω
Aἐθέρμηνα Il.14.7
, etc., later : [tense] pf.τεθέρμαγκα Hsch.
s.v. κεχλίαγκα: [tense] pf. [voice] Pass.τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4
, Eust.1573.47, ([etym.] δια-) Hp.Vict.2.64: ([etym.] θερμός): —warm, heat,εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ.. Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7
;ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba. 679
, cf. A.Pers. 505;τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108
:—[voice] Med., cause to be warmed,τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37
(iii B.C.):—[voice] Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd. 63d; ; feel the sensation of heat, Pl.Tht. 186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11.2 metaph.,θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87
;ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc. 758
;σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc. 424
;σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra. 844
; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch. 990(1004);οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20
:—[voice] Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj. 478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El. 402.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαίνω
-
6 θερμαίνω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θερμαίνω
-
7 θερμαίνω,
θερμαίνω, u. θερμάζω, erwärmen, erhitzen; pass. warm, heiß werden. Von Fieberhitze. Häufig übtr., bes. von der Freude; vom Zorn -
8 θερμαίνω
θερμαίνω (θερμός; Hom. et al.; LXX; TestSol 18:18 P; Ar. 6, 1; POxy 1778, 30) 1 aor. impv. θέρμανον Sir 38:17; subj. 2 sg. θερμάνῃς TestSol 18:18 P; in our lit. only θερμαίνομαι (PSI 406, 37 [III B.C.]; Jos., Bell. 3, 274) impf. ἐθερμαινόμην; 1 aor. ἐθερμάνθην LXX warm oneself at a fire (Is 44:16) Mk 14:67; J 18:18ab, 25. πρὸς τὸ φῶς at the fire Mk 14:54. Of clothing (Hg 1:6; Job 31:20) θερμαίνεσθε dress warmly! keep warm! Js 2:16.—DELG s.v. θέρομαι 3. -
9 θερμαίνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θερμαίνω
-
10 θερμαίνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θερμαίνω
-
11 θερμαίνω
(αόρ. εθέρμανα, παθ. αόρ. (ε)θερμάθηκα и εθερμάνθην) μετ.1) греть, нагревать; разогревать, подогревать; согревать, пригревать (тж. перен.); 2) обогревать, отапливать; 3) перен. разгорячать, воодушевлять; оживлять;1) — греться, нагреваться;θερμαίνομαι
разогреваться, подогреваться; согреваться, пригреваться (тж. перен.);2) обогреваться, отапливаться; 3) быть в жару, в лихорадке;θερμαίνεται κάθε λίγο — у него частые приступы малярии;
4) перен. разгорячаться, воодушевляться; оживляться;ο ζήλος του εθερμάνθη его вновь охватило рвение -
12 θερμαίνω
ср.з. греться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θερμαίνω
-
13 θερμαίνω
грею, согреваю -
14 θερμαίνω
+ V 0-2-6-3-2=13 1 Kgs 1,1.2; Is 44,15.16(bis)P: to be warmed 1 Kgs 1,1; to grow hot (metaph.) Ps 38(39),4 θέρμανον κοπετόν lament feverishly Sir 38,17(→διαθερμαίνω, παραθερμαίνω,,) -
15 θερμαίνω
[тэрмэно] ρ согревать, отапливать. -
16 θερμαίνω
escalfar -
17 θερμαίνω
chauffer -
18 θερμαίνω
1) grzać czas.2) nagrzać czas.3) ogrzewać czas.4) zagrzewać czas. -
19 θερμαίνω
1) hřát2) ohřát3) rozpálit4) topit5) vytápět6) zahřát7) zahřívat8) zatápět9) zatopit -
20 θερμαίνω
heatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θερμαίνω
См. также в других словарях:
θερμαίνω — warm pres subj act 1st sg θερμαίνω warm pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνω — θερμαίνω, θέρμανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
θερμαίνω — θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος 1. κάνω κάτι ζεστό: Ο ήλιος θερμαίνει τη Γη. 2. εμψυχώνω, δίνω κουράγιο: Η ελπίδα της επιστροφής τον θέρμαινε στην ξενιτιά. 3. τονώνω, εξάπτω: Ο ζήλος του θερμάνθηκε. – Θερμαίνεται η πολιτική ατμόσφαιρα. 4. το μέσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμαίνεσθε — θερμαίνω warm pres imperat mp 2nd pl θερμαίνω warm pres ind mp 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνετε — θερμαίνω warm pres imperat act 2nd pl θερμαίνω warm pres ind act 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνῃ — θερμαίνω warm pres subj mp 2nd sg θερμαίνω warm pres ind mp 2nd sg θερμαίνω warm pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθερμαίνω — θερμαίνω (Α) [κατάθερμος] θερμαίνω υπερβολικά … Dictionary of Greek
θερμαινομένων — θερμαίνω warm pres part mp fem gen pl θερμαίνω warm pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαινόμεθα — θερμαίνω warm pres ind mp 1st pl θερμαίνω warm imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαινόμενον — θερμαίνω warm pres part mp masc acc sg θερμαίνω warm pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)