-
1 άστρο(ν)
τό1) светило; звезда;άστρο(ν) της ημέρας — дневное светило, солнце;
άστρο(ν) της νύχτας — луна;
άστρο(ν) της αυγής — утренняя звезда;
της τραμουντάνας ( — или της κλαδευτήρας) — северная звезда;2) судьба, звезда (чья-л.);3) бот. астра; 4) звёздочка (на погонах и т. п.);§ μιλώ ( — или κουβεντιάζω) με τ' άστρα — а) предсказывать судьбу по звёздам;
б) витать в облаках, утратить связь с реальностью;κατεβάζω τ' άστρα — давать невыполнимые обещания;
οδηγό άστρ — путеводная звезда;
δεν έσμιξαν τ' άστρα τους они друг другу не пара;εφόρεσε τον ουρανό με τ' άστρα — она разоделась в пух и прах
-
2 άστρο(ν)
τό1) светило; звезда;άστρο(ν) της ημέρας — дневное светило, солнце;
άστρο(ν) της νύχτας — луна;
άστρο(ν) της αυγής — утренняя звезда;
της τραμουντάνας ( — или της κλαδευτήρας) — северная звезда;2) судьба, звезда (чья-л.);3) бот. астра; 4) звёздочка (на погонах и т. п.);§ μιλώ ( — или κουβεντιάζω) με τ' άστρα — а) предсказывать судьбу по звёздам;
б) витать в облаках, утратить связь с реальностью;κατεβάζω τ' άστρα — давать невыполнимые обещания;
οδηγό άστρ — путеводная звезда;
δεν έσμιξαν τ' άστρα τους они друг другу не пара;εφόρεσε τον ουρανό με τ' άστρα — она разоделась в пух и прах
-
3 άστρο
τοStern m -
4 άστρο
l'estel -
5 άστρο
yıldız -
6 άστρο
1) astre2) étoile -
7 ἀστρο-πλήξ
ἀστρο-πλήξ, ῆγος, = ἀστρο-βλής, Geopon., wo nach Lob. paralip. 285 ἀστρόπληγα von ἀστρόπληγος.
-
8 ἀστρό-βλητος
ἀστρό-βλητος, = ἀστροβλής, Arist. Iuv. et Sen. 6; δένδρα, versengt, Theophr.
-
9 ἀστρό-θετοι
ἀστρό-θετοι, κανόνες, zum Ordnen der Sterne gehörig, Pallad. ep. 62 (VII, 683).
-
10 ἀστρο-πολέω
ἀστρο-πολέω, sich mit den Gestirnen beschäftigen, Sp.
-
11 ἀστρο-φόρος
ἀστρο-φόρος, Sterne tragend.
-
12 ἀστρο-φόρητος
ἀστρο-φόρητος, von den Sternen getragen, Synes.
-
13 ἀστρο-φέναξ
ἀστρο-φέναξ, ακος, mit Sterndeuterei betrügend, Nicet.
-
14 ἀστρο-φαής
ἀστρο-φαής, ές, sternglänzend, strahlend, Διόνυσος Eumolp. bei D. Sic. 1, 11, wo mehrere mss. ἀστροφανής haben.
-
15 ἀστρο-χίτων
ἀστρο-χίτων, im Sternenkleide, μήνη, νύξ, Orph. Arg. 510. 1026; Nonn. D. 17, 946.
-
16 ἀστρο-νόμος
ἀστρο-νόμος, ὁ (eigtl. die Sterne in Sternbilder vertheilend), der Sternkundige, Sternbetrachtende, Plat. u. Folgde.
-
17 ἀστρο-νόμημα
ἀστρο-νόμημα, τό, Sternbeobachtung, Timon. bei Diog. L. 1, 34 für ἀστρονόμος.
-
18 ἀστρο-βόλητος
ἀστρο-βόλητος, = -βλητος, Hesych.
-
19 ἀστρο-κυκλόεσσα
ἀστρο-κυκλόεσσα, Ζωδιακή, der sterngerundete, Maneth. 4, 167.
-
20 ἀστρο-ειδής
ἀστρο-ειδής, ές, sternartig, -ähnlich, Strab.
См. также в других словарях:
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
άστρο — το βλ. αστέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστέρας — ο (AM ἀστήρ, έρος) 1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο 2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο Ευρ.) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
μαύρες τρύπες — (Αστρον.). Αντικείμενο, η μάζα του οποίου είναι συγκεντρωμένη σε πολύ περιορισμένη περιοχή ώστε η ταχύτητα διαφυγής από αυτό να είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Εικάζεται ότι όταν ένα άστρο εξαντλήσει τα πυρηνικά του καύσιμα, η πίεση… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Astrology — Not to be confused with Astronomy. ‹ The template below (Ast box) is being considered for merging. See templates for discussion to help reach a consensus. › … Wikipedia
αστερωτός — ή, ό (AM ἀστερωτός, ή, όν) ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα άστρου 2. εκείνος που είναι στολισμένος με διακοσμητικά μοτίβα σε σχήμα άστρου αρχ. αυτός που μοιάζει με άστρο, που λάμπει σαν άστρο … Dictionary of Greek
αστράκι — Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής… … Dictionary of Greek
αστρί — και άστρι, το (Μ ἀστρί[ν]) το άστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άστρο] … Dictionary of Greek
αυγερινός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγαμέμνων. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας. Σπούδασε γιατρός στην Ιταλία. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, πολέμησε στο σώμα του Λόντου και μετά του Θ. Κολοκοτρώνη. Υπηρέτησε τον Αγώνα ως καπετάνιος και ως γιατρός … Dictionary of Greek
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek