Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

άστρο(ν)

См. также в других словарях:

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • άστρο — το βλ. αστέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστέρας — ο (AM ἀστήρ, έρος) 1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο 2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο Ευρ.) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαύρες τρύπες — (Αστρον.). Αντικείμενο, η μάζα του οποίου είναι συγκεντρωμένη σε πολύ περιορισμένη περιοχή ώστε η ταχύτητα διαφυγής από αυτό να είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Εικάζεται ότι όταν ένα άστρο εξαντλήσει τα πυρηνικά του καύσιμα, η πίεση… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Astrology — Not to be confused with Astronomy. ‹ The template below (Ast box) is being considered for merging. See templates for discussion to help reach a consensus. › …   Wikipedia

  • αστερωτός — ή, ό (AM ἀστερωτός, ή, όν) ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα άστρου 2. εκείνος που είναι στολισμένος με διακοσμητικά μοτίβα σε σχήμα άστρου αρχ. αυτός που μοιάζει με άστρο, που λάμπει σαν άστρο …   Dictionary of Greek

  • αστράκι — Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • αστρί — και άστρι, το (Μ ἀστρί[ν]) το άστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άστρο] …   Dictionary of Greek

  • αυγερινός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγαμέμνων. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας. Σπούδασε γιατρός στην Ιταλία. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, πολέμησε στο σώμα του Λόντου και μετά του Θ. Κολοκοτρώνη. Υπηρέτησε τον Αγώνα ως καπετάνιος και ως γιατρός …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»