-
1 πλοῦτος
πλοῦτος, ου, ὁ (s. prec. four entries; Hom.+) Paul, who also uses the masc., in eight passages (2 Cor 8:2; Eph 1:7; 2:7; 3:8, 16; Phil 4:19; Col 1:27; 2:2) has in the nom. and acc. the neuter τὸ πλοῦτος (AcPh 109 [Aa II/2, 42, 5]; Is 29:2 [acc. to SA; s. Thackeray 159]); Tdf., Proleg. 118; W-H., app. 158; B-D-F §51, 2; Mlt-H. 127; Gignac II 100; ‘wealth, riches’.① abundance of many earthly goods, wealth (Iren. 1, 8, 3 [Harv. I 71, 9]; Orig., C. Cels. 3, 9, 8; καὶ τὰ ἀνθρώπινα Did., Gen. 150, 8) Mt 13:22; Mk 4:19; Lk 8:14; 1 Ti 6:17; Js 5:2; Rv 18:17; 1 Cl 13:1 (Jer 9:22); Hv 3, 6, 5b; 6b; m 10, 1, 4; Hs 1:8; 2:5, 7f (τὸ πλ.); ApcPt 15, 30. Leading souls (astray) Hv 3, 6, 6a (restored). πλ. τοῦ αἰῶνος τούτου 3, 6, 5a. πολυτέλεια πλούτου m 8:3; 12, 2, 1. γαυριᾶν ἐν τῷ πλούτῳ glory in wealth 1, 1, 8. Also γαυροῦσθαι ἐν τῷ πλ. 3, 9, 6. ἐπιλάθου τοῦ πλούτου καὶ τοῦ κάλλους σου AcPl Ha 2, 21; πλ. καταναλίσκεται 2, 24f; the restoration in 9, 9 is based on 2:24f.—OSchilling, Reichtum u. Eigentum in der altkirchl. Lit. 1908 (p. ix–xii for lit.); ETroeltsch, D. Soziallehren der christl. Kirchen u. Gruppen 1912; MWeber, D. Wirtschaftsethik der Weltreligionen: Archiv f. Sozialwissensch. 44, 1918, 52ff; FHauck, Die Stellung des Urchristentums zu Arbeit u. Geld 1921; ELohmeyer, Soziale Fragen im Urchristentum 1921; HGreeven, D. Hauptproblem der Sozialethik in der neueren Stoa u. im Urchristentum ’35 (slavery, property, marriage); KBornhäuser, D. Christ u. s. Habe nach dem NT ’36; HvCampenhausen, D. Askese im Urchristentum ’49. Cp. πτωχός 1.② plentiful supply of someth., a wealth, abundance, fig. ext. of 1, w. gen. of thing (Pla., Euthyphr. 12a π. τῆς σοφίας; Theoph. Ant. 2, 12 [p. 130, 6] τῆς σοφίας τοῦ θεοῦ) τῆς ἁπλότητος; 2 Cor 8:2. τῆς δόξης Ro 9:23; Eph 1:18; 3:16; Col 1:27. τῆς πληροφορίας 2:2. τῆς χάριτος Eph 1:7; 2:7. τῆς χρηστότητος Ro 2:4 (Simplicius In Epict. p. 12, 7 πλοῦτος τῆς αὐτοῦ [God] ἀγαθότητος). The genitives in Ro 11:12, πλ. κόσμου, πλ. ἐθνῶν are different: (an) abundance (of benefits) for the world, for the gentiles. Of that which God or Christ possesses in boundless abundance: βάθος πλούτου vs. 33 (s. βάθος 2 and cp. Jos., Bell. 6, 442 ὁ πλοῦτος ὁ βαθύς).—Phil 4:19.—Eph 3:8; Rv 5:12 (w. δύναμις, σοφία, ἰσχύς, τιμή, δόξα, εὐλογία. Cp. Aristot., Pol. 1323a, 37f πλοῦτος, χρήματα, δύναμις, δόξα; Herodas 1, 28 πλοῦτος, δύναμις, δόξα; Crantor [IV/III B.C.]: FPhGr III 148 πλοῦτος κ. δόξα; Diod S 4, 74, 1 πλ. κ. δόξα).—μείζονα πλ. ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ he considered the reproach suffered on behalf of the Christ to be greater wealth than the treasures of Egypt Hb 11:26.—TESchmidt, Hostility to Wealth in Philo of Alexandria: JSNT 19, ’83, 85–97; for other lit. s. πένης. B. 772. DELG. M-M. TW. Sv. -
2 πλοῦτος
πλοῡτος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 wealthμεγάνορος ἔξοχα πλούτου O. 1.2
αἰὼν δ' πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον, θνᾴσκοντι στυγερώτατος O. 10.88
Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα, τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον P. 1.50
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110
“ πλοῦτον πιαίνων” P. 4.150ὁ πλοῦτος εὐρυσθενής P. 5.1
νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει P. 6.47
πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.92
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν P. 10.18
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18
δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον I. 1.67
εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.2
καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (v. διαστείχω) I. 3.17 “πλούτου πειρῶν Pae. 4.46
ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 4. πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6. -
3 πλούτος
-
4 πλοῦτος
-
5 πλοῦτος
πλοῦτος, ὁ,A wealth, riches,ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171
;ὄλβῳ τε πλούτῳ τε 16.596
;π. ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Pi.O.2.53
; opp. πενία, Pl.R. 421d;ἀνατετροφέναι πλοῦτον And.1.131
: pl.,τῶν γὰρ π. ὁδ' ἄριστος
treasures,E.
Fr. 137 (anap.);πλούτοις καὶ πενίαις Pl.R. 618b
;γένη καὶ πλοῦτοι Id.Grg. 523c
, cf. Prt. 354b, etc.: c. gen. rei, π. ἀργύρου, χρυσοῦ, treasure of silver or gold, Hdt.2.121.ά, Anacreont.34.1;οὔτε ἀργυροῦς π.οὔτε χρυσοῦς Pl.Lg. 801b
; ἀφανὴς π., opp. γῆ, Ar.Ec. 602.2 metaph.,πραπίδων π. Emp.129.2
;π. τῆς σοφίας Pl.Euthphr. 12a
; γᾶς π. ἄβυσσος, of the whole earth, A.Th. 948 (lyr.);πλοῦτον εἵματος κακόν Id.Ag. 1383
;ὁ ἐν τῇ ἐμῇ ψυχῇ π. X.Smp.4.43
, cf. 34, etc.II masc. pr. n. Plutus, god of riches, Hes.Th. 969; represented as blind, Timocr.8;ὁ δὲ Π. ἡμᾶς.. τυφλοὺς ποιεῖ Antiph.259
:—Hsch. s.v. εὔπλουτον says that π. originally meant wealth in corn. (Prob. from πλέω in an early sense '*flow', '*abound', as φόρτος from φέρω.)------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλοῦτος
-
6 πλοῦτος
Grammatical information: m. (late also n.; Schwyzer 512).Compounds: Compp., e.g. πλουτο-δότης m. `who spends riches' (Hes.), καλλί-πλουτος `with beautiful riches' (Pi.).Derivatives: 1. πλούσ-ιος, Lac. πλούτιος (EM) `rich' (Hes., h. Merc.; Zumbach Neuerungen 13) with - ιακός `belonging to the rich' (Alex. Com.), - ιάω = πλουτέω (Alex. Aphr.). 2. πλουτ-ηρός `bringing riches' (X.); -ᾱξ, -ᾱκος m. `a rich fool' (Com.). 3. - ίνδην adv. `acc. to property' (Arist.). 4. πλουτ-έω `be rich' (Hes.); - ίζω `make rich, enrich' (trag., X.; κατα- πλοῦτος Hdt.) with - ιστής, - ιστήριος, ισμός (late). 5. Πλούτων, - ωνος m. god of reches, i.e. of the corn-provisions buried in the earth (trag.); on the motif of designation s. Nilsson Gr. Rel. I 471 ff.; acc. to. H. s. εὔπλουτον κανοῦν: " πλοῦτον γὰρ ἔλεγον την ἐκ τῶν κριθῶν καὶ τῶν πυρῶν περιουσίαν". 6. Πλουτεύς `id.' (Mosch., AP), prob. after Ζεύς; diff. Bosshardt 126.Etymology: Formation with το-suffix like the partly close νόστος, βίοτος, φόρτος; from πλέω in the sense `flow', so prop. "river, flood", first metaph. of a rich produce of corn (cf. above); so from * plou-to-. Diff. Porzig Satzinhalte 261: prop. "ford", of the inundation of the fields by the rain. -- Cf. the lit. on πένομαι.Page in Frisk: 2,563-564Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλοῦτος
-
7 πλοῦτος
πλοῦτος, ὁ, Reichthum, Vermögen, Ueberfluß; Hom. u. Hes. u. Folgde; ἄφενος καὶ πλοῠτον ἀφύξειν, Il. 1, 171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι, 16, 596, u. öfter, wie Pind. u. Tragg.; in Prosa: οὔτε τιμαί, οὔτε πλοῠτος, Plat. Conv. 178 d; Ggstz πενία, Rep. IV, 451 d u. öfter; im plur., Schätze, Prot. 354 b Gorg. 523 c; Schäf. Dion. comp. p. 365; – c. gen. der Sache, χρυσοῠ, ἀργύρου u. dgl., Her. 2, 121, 1; vgl. Pors. Eur. Med. 542. – S. auch nom. pr. – Die Ableitung der Alten von πλέον od. π ολὺ ἔτος, gleichsam πλόετος, ein volles, gesegnetes Jahr, ist unrichtig.
-
8 Πλούτος
-
9 Πλοῦτος
-
10 πλουτος
ὅ богатство(ὄλβος τε π. τε Hom.; ἀρχαὴ καὴ πλοῦτοι Plat.)
τῶν πλούτων ἄριστος Eur. — лучшее из сокровищ;π. χρυσοῦ Her. — золотые сокровища;ὅ ἐν τῇ ψυχῇ π. Xen. — духовное богатство -
11 Πλουτος
ὁ Плутос (сын Иасиона и Деметры, бог богатства) HH., Hes., Arph. etc. -
12 πλοῦτος
πλοῦτος (πλέος, πλήθω): wealth, riches.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πλοῦτος
-
13 πλοῦτος
πλοῦτος, ὁ, Reichtum, Vermögen, Überfluß; plur., Schätze -
14 πλούτος
-
15 πλούτος
ὁ πλούτος богатство (ср. плутократия - власть богатых) -
16 πλοῦτος
{сущ., 22}богатство, обилие.Ссылки: Мф. 13:22; Мк. 4:19; Лк. 8:14; Рим. 2:4; 9:23; 11:12, 33; 2Кор. 8:2; Еф. 1:7, 18; 2:7; 3:8, 16; Флп. 4:19; Кол. 1:27; 2:2; 1Тим. 6:17; Евр. 11:26; Иак. 5:2; Откр. 5:12; 18:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλοῦτος
-
17 πλούτος
{сущ., 22}богатство, обилие.Ссылки: Мф. 13:22; Мк. 4:19; Лк. 8:14; Рим. 2:4; 9:23; 11:12, 33; 2Кор. 8:2; Еф. 1:7, 18; 2:7; 3:8, 16; Флп. 4:19; Кол. 1:27; 2:2; 1Тим. 6:17; Евр. 11:26; Иак. 5:2; Откр. 5:12; 18:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλούτος
-
18 πλοῦτος
богатство, обилие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλοῦτος
-
19 πλοῦτος
богатствобогатствуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλοῦτος
-
20 πλοῦτος
См. также в других словарях:
πλοῦτος — 1 wealth masc nom sg πλοῦτος 2 neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτος — wealth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek
πλούτος — ο 1. αφθονία αγαθών στην κατοχή ατόμου ή ατόμων ή χώρας: Έχουν μεγάλο πλούτο. 2. μτφ., αφθονία διανοητικών ή συναισθηματικών στοιχείων: Ο πλούτος της πνευματικής ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πλούτους — πλοῦτος 1 wealth masc acc pl πλού̱τους , πλοῦτος 2 neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούτω — Πλοῦτος wealth masc nom/voc/acc dual Πλοῦτος wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτω — πλοῦτος 1 wealth masc nom/voc/acc dual πλοῦτος 1 wealth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτε — Πλοῦτος wealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοῦτε — πλοῦτος 1 wealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλοῦτοι — Πλοῦτος wealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)