-
1 εθνικός
-
2 ἐθνικός
-
3 ἐθνικός
ἐθνικός, ή, όν (since Polyb. 30, 13, 6; BGU 1764, 13 [I B.C.] and Philo, Mos. 1, 69; 188=national; so also Jos., Ant. 12, 36) in our lit. pert. to nationhood foreign to a specific national group, w. focus on morality or belief, unbelieving, worldly, polytheistic (a Christian source in Kaibel 430, 6 [III/IV A.D.] ἐθνικῇ ἐν σοφίᾳ=in gentile learning) φιλίαι ἐθνικαί friendships w. unbelievers Hm 10, 1, 4. In the NT only as subst. ὁ ἐθνικός the non-Israelite/gentile in contrast to descendants of Abraham Mt 5:47; 6:7. W. τελώνης Mt 18:17.— 3J 7 evangelists look for support only fr. Christians.—M-M. TW. -
4 ἐθνικός
-
5 εθνικος
I31) племенной, народный(συστάσεις Polyb.; χρεῖαι Diod.)
2) языческий NT.IIὅ (лат. gentilis) язычник NT. -
6 ἐθνικός
-
7 εθνικός
η, ό[ν] 1.1) национальный; народный;εθνικός ύμνος — национальный гимн;
στόλος — военно-морской флот;εθνική συνέλευση — национёльное собрание;
εθνική τράπεζα — национальный банк;
εθνική εορτή — национальный праздник;
εθνική πολιτική — национальная политика;
εθνική περιουσία — народное достояние;
εθνική οικονομία — народное хозяйство;
2) отечественный;3) этнический; 2. (ο) язычник -
8 ἐθνικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐθνικός
-
9 εθνικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εθνικός
-
10 ἐθνικός
A national,συστάσεις Plb.30.13.6
;διαστάσεις Id.4.21.2
;χρεῖαι D.S.18.13
;ἰδιότητες Phld.Rh.1.154
S.;διαφοραί Str.2.3.1
.II foreign, gentile, Ev.Matt.5.47;ἐθνικῇ.. ἐν σοφία Epigr.Gr.430.6
. Adv. - κῶς, opp. Ἰουδαϊκῶς, Ep.Gal.2.14.b in the Roman Empire, provincial, Cod. Just.12.63.2.6.III Gramm., indicating nationality, Str.14.2.28, D.T.636.11, A.D.Synt.190.20. Adv. -κῶς, παραχθέν ib.5, cf. Str.4.1.1, D.L.7.56.IV ἐθνικός, ὁ, tax-collector, POxy.126.13 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθνικός
-
11 ἐθνικός
языческий, племенной, народный; употр. как сущ. язычник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐθνικός
-
12 ἐθνικὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐθνικὸς
-
13 εθνικός
[зтникос] ас. национальный, народный. -
14 εθνικός
ethnique -
15 εθνικός
1) etniczny przym.2) narodowy przym. -
16 εθνικός
1) etnický2) národní3) národnostní -
17 εθνικός
1) ethnic2) nationalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εθνικός
-
18 Εθνικός
GentileΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > Εθνικός
-
19 εθνικά
ἐθνικόςnational: neut nom /voc /acc plἐθνικά̱, ἐθνικόςnational: fem nom /voc /acc dualἐθνικά̱, ἐθνικόςnational: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 ἐθνικά
ἐθνικόςnational: neut nom /voc /acc plἐθνικά̱, ἐθνικόςnational: fem nom /voc /acc dualἐθνικά̱, ἐθνικόςnational: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐθνικός — national masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
εθνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: Εθνικός ύμνος. 2. που έχει εθνικά φρονήματα, πατριωτικός: Εθνική Αντίσταση. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εθνικά, τα (γραμμ.), τα παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο χώρας ή πόλης ή αυτόν που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐθνικά — ἐθνικός national neut nom/voc/acc pl ἐθνικά̱ , ἐθνικός national fem nom/voc/acc dual ἐθνικά̱ , ἐθνικός national fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνικώτερον — ἐθνικός national adverbial comp ἐθνικός national masc acc comp sg ἐθνικός national neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
National Garden of Athens — Εθνικός Κήπος National Gardens Βασιλικός Κήπος Royal Gardens … Wikipedia
ἐθνικῶν — ἐθνικός national fem gen pl ἐθνικός national masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνικόν — ἐθνικός national masc acc sg ἐθνικός national neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΕΔΕΣ — (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Πολιτική και στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε κατά την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1941, αλλά ουσιαστικά η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου … Dictionary of Greek
ΕΟΦ — (Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων). Κρατικός οργανισμός που λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε με τον νόμο 1316/1983, υπάγεται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και έχει ως αποστολή του την προστασία της δημόσιας… … Dictionary of Greek
Κουτσούπας, Μανούσος — Εθνικός αγωνιστής από τα Σφακιά. Ήταν γόνος της παλιάς ισχυρής οικογένειας των Στρατίκων. Πήρε μέρος, ως οπλαρχηγός των συμπατριωτών του, στην ατυχή επανάσταση του 1770 και διακρίθηκε για τον ηρωισμό του … Dictionary of Greek