-
1 πλουτο-δότης
πλουτο-δότης, ὁ, Reichthumgeber, Vermögengeber; Hes. op. 128; Luc. Tim. 21.
-
2 πλουτοδότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλουτοδότης
-
3 πλουτοδότης
πλουτο-δότης, ὁ, u. πλουτο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, Reichtumgeber, Vermögengeber -
4 πλουτοδοτης
-
5 πλοῦτος
Grammatical information: m. (late also n.; Schwyzer 512).Compounds: Compp., e.g. πλουτο-δότης m. `who spends riches' (Hes.), καλλί-πλουτος `with beautiful riches' (Pi.).Derivatives: 1. πλούσ-ιος, Lac. πλούτιος (EM) `rich' (Hes., h. Merc.; Zumbach Neuerungen 13) with - ιακός `belonging to the rich' (Alex. Com.), - ιάω = πλουτέω (Alex. Aphr.). 2. πλουτ-ηρός `bringing riches' (X.); -ᾱξ, -ᾱκος m. `a rich fool' (Com.). 3. - ίνδην adv. `acc. to property' (Arist.). 4. πλουτ-έω `be rich' (Hes.); - ίζω `make rich, enrich' (trag., X.; κατα- πλοῦτος Hdt.) with - ιστής, - ιστήριος, ισμός (late). 5. Πλούτων, - ωνος m. god of reches, i.e. of the corn-provisions buried in the earth (trag.); on the motif of designation s. Nilsson Gr. Rel. I 471 ff.; acc. to. H. s. εὔπλουτον κανοῦν: " πλοῦτον γὰρ ἔλεγον την ἐκ τῶν κριθῶν καὶ τῶν πυρῶν περιουσίαν". 6. Πλουτεύς `id.' (Mosch., AP), prob. after Ζεύς; diff. Bosshardt 126.Etymology: Formation with το-suffix like the partly close νόστος, βίοτος, φόρτος; from πλέω in the sense `flow', so prop. "river, flood", first metaph. of a rich produce of corn (cf. above); so from * plou-to-. Diff. Porzig Satzinhalte 261: prop. "ford", of the inundation of the fields by the rain. -- Cf. the lit. on πένομαι.Page in Frisk: 2,563-564Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλοῦτος
См. также в других словарях:
χρησμοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. χρησμοδότισσα Ν, και χρησμοδότις, ιδος, Μ δότης χρησμών, μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, πλουτο δότης] … Dictionary of Greek
ολβοδότης — ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α) αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] … Dictionary of Greek
πλουτοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά αρχ. 1. προσωνυμία τού Διονύσου 2. προσωνυμία τού Διός 3. προσωνυμία τού ΗλίουΣαράπιδος 4. προσωνυμία τού Πλούτωνος 5. (και στον τ. πλουτοδώτης)… … Dictionary of Greek
φωτοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. φωτοδότρα Ν, και φωτοδώτης και θηλ. φωτοδότις, ιδος, Α 1. αυτός που δίνει φως, που φωτίζει 2. εκκλ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + δότης / δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης, πλουτο δώτης] … Dictionary of Greek