-
1 Ινδήν
-
2 Ἰνδήν
-
3 κρατιστίνδην
κρᾰτιστ-ίνδην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατιστίνδην
-
4 πλουτίνδην
πλουτ-ίνδην, Adv.A according to wealth,π. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol. 1273a24
, cf. Ath.3.1, Plb.6.20.9, Plu.2.154c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλουτίνδην
-
5 ἀγχιστίνδην
ἀγχιστ-ίνδην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιστίνδην
-
6 πλοῦτος
Grammatical information: m. (late also n.; Schwyzer 512).Compounds: Compp., e.g. πλουτο-δότης m. `who spends riches' (Hes.), καλλί-πλουτος `with beautiful riches' (Pi.).Derivatives: 1. πλούσ-ιος, Lac. πλούτιος (EM) `rich' (Hes., h. Merc.; Zumbach Neuerungen 13) with - ιακός `belonging to the rich' (Alex. Com.), - ιάω = πλουτέω (Alex. Aphr.). 2. πλουτ-ηρός `bringing riches' (X.); -ᾱξ, -ᾱκος m. `a rich fool' (Com.). 3. - ίνδην adv. `acc. to property' (Arist.). 4. πλουτ-έω `be rich' (Hes.); - ίζω `make rich, enrich' (trag., X.; κατα- πλοῦτος Hdt.) with - ιστής, - ιστήριος, ισμός (late). 5. Πλούτων, - ωνος m. god of reches, i.e. of the corn-provisions buried in the earth (trag.); on the motif of designation s. Nilsson Gr. Rel. I 471 ff.; acc. to. H. s. εὔπλουτον κανοῦν: " πλοῦτον γὰρ ἔλεγον την ἐκ τῶν κριθῶν καὶ τῶν πυρῶν περιουσίαν". 6. Πλουτεύς `id.' (Mosch., AP), prob. after Ζεύς; diff. Bosshardt 126.Etymology: Formation with το-suffix like the partly close νόστος, βίοτος, φόρτος; from πλέω in the sense `flow', so prop. "river, flood", first metaph. of a rich produce of corn (cf. above); so from * plou-to-. Diff. Porzig Satzinhalte 261: prop. "ford", of the inundation of the fields by the rain. -- Cf. the lit. on πένομαι.Page in Frisk: 2,563-564Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλοῦτος
См. также в других словарях:
Ἰνδήν — Ἰνδή fallacy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατιστίνδην — (Α) επίρρ. με εκλογή τού καλύτερου, τού ανώτερου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτιστος + κατάλ. ίνδην (πρβλ. αριστ ίνδην, πλουτ ίνδην)] … Dictionary of Greek
πλουτίνδην — Α επίρρ. κατά τον πλούτο, την περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. ίνδην (πρβλ. αριστ ίνδην κρατιστ ίνδην)] … Dictionary of Greek
φαρυγίνδην — Α επίρρ. με την μορφή φάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, υγος (βλ. λ. φάρυγγας) + επιρρμ. κατάλ. ίνδην (πρβλ. πλουτ ίνδην)] … Dictionary of Greek
αριστίνδην — (AM ἀριστίνδην) επίρρ. σύμφωνα με την αξία του αρίστου νεοελλ. 1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους 2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή … Dictionary of Greek