Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Περσική

См. также в других словарях:

  • περσικῇ — Περσικός slippers fem dat sg (attic epic ionic) περσική slippers fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσική — Περσικός slippers fem nom/voc sg (attic epic ionic) περσική slippers fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσικῇ — Περσικός slippers fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσική — Περσικός slippers fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικῆι — περσικῇ , Περσικός slippers fem dat sg (attic epic ionic) περσικῇ , περσική slippers fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχαιμενίδες — Περσική προϊσλαμική δυναστεία, που ονομάστηκε έτσι από τον Αχαιμένη ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πρόγονος του Κύρου. Υποτελείς στην αρχή των Μήδων βασιλιάδων και βασιλιάδες του Ανσάν (Ελάμ ή Σουσιανής, στη νοτιοδυτική Περσία) οι Α.… …   Dictionary of Greek

  • Σασσανίδες — Περσική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία από το 226 ως το 650 μ.Χ., από την πτώση δηλαδή των Αρσακιδών, ιδρυτών του βασιλείου των Πάρθων, ως την αραβική κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας. Ιδρυτής της δυναστείας υπήρξε ο νεαρός βασιλιάς… …   Dictionary of Greek

  • Ωρομάσδης — Περσική θεότητα, που εκπροσωπούσε το αγαθό πνεύμα και ενσάρκωνε την αγνότητα, την ωραιότητα, τη σοφία και τη δύναμη. Ο Ω. είναι η πηγή του φωτός και ο κριτής του κόσμου. Περιβάλλεται από αρχαγγέλους του πνεύματος, των στοιχείων της φωτιάς, των… …   Dictionary of Greek

  • Αναΐτις — Περσική θεότητα, αντίστοιχη με την Αφροδίτη ή την Άρτεμη. Σε έναν αρχαίο μύθο, που είναι και η μοναδική πληροφορία γι’ αυτήν, αναφέρεται ως θεά των νερών, της ευφορίας και της γονιμότητας των γυναικών. Κατέβηκε στη Γη από τον ουρανό μετά από… …   Dictionary of Greek

  • Περσικῆι — Περσικῇ , Περσικός slippers fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»