-
1 πέρσις
-
2 περσις
-
3 Περσις
-
4 Περσίς
ΠερσίςPersis: fem nom sg -
5 πέρσις
-
6 πέρσις
πέρσις, ἡ, die Verwüstung, Zerstörung -
7 Περσίς
Περσίς, ίδος, ἡ (Palest. ins: IPeters/HThiersch, Painted Tombs of Marissa 1905, nos. 38 and 41 [II B.C.]; name used esp. for female slaves: BGU 895, 29; 31 [II A.D.]; IG VII, 2074; CIL V, 4455) Persis, recipient of a greeting Ro 16:12.—M-M. -
8 πέρσις
πέρσῑς, πέρσιςsacking: fem acc pl (epic doric ionic aeolic)πέρσιςsacking: fem nom sgπέρσιςsacking: fem nom sg -
9 Περσίς
{собств., 1}Христианка в Риме, которая особенно много потрудилась о Господе и которую приветствует ап. Павел (Рим. 16:12).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Περσίς
-
10 Περσίς
{собств., 1}Христианка в Риме, которая особенно много потрудилась о Господе и которую приветствует ап. Павел (Рим. 16:12).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Περσίς
-
11 Περσίς
Персида (букв. Персиянка; христианка).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Περσίς
-
12 Περσίς
II as Subst.,1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc.2 (sc. γυνή) Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc.3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V. 1137. -
13 πέρση
πέρσιςsacking: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————πέρθωwaste: aor subj mid 2nd sgπέρθωwaste: aor subj act 3rd sgπέρθωwaste: fut ind mid 2nd sgπέρσηι, πέρσιςsacking: fem dat sg (epic) -
14 πέρσιν
πέρσιςsacking: fem acc sgπέρσιςsacking: fem acc sg -
15 Περσίδα
ΠερσίςPersis: fem acc sg -
16 Περσίδας
ΠερσίςPersis: fem acc pl -
17 Περσίδες
ΠερσίςPersis: fem nom /voc pl -
18 Περσίδι
ΠερσίςPersis: fem dat sg -
19 Περσίδος
ΠερσίςPersis: fem gen sg -
20 Περσίδων
ΠερσίςPersis: fem gen pl
См. также в других словарях:
Περσίς — Persis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρσις — πέρσῑς , πέρσις sacking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέρσις sacking fem nom sg πέρσις sacking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… … Dictionary of Greek
πέρσιν — πέρσις sacking fem acc sg πέρσις sacking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδα — Περσίς Persis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδας — Περσίς Persis fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδες — Περσίς Persis fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδι — Περσίς Persis fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσίδος — Περσίς Persis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)