-
1 Persia
ἡ Περσική, Περσὶς (-ίδος) γῆ, ἡ.A Persian: Πέρσης, -ου, ὁ. fem., Περσίς, -ίδος, ἡ.In the Persian language, adv.: Περσιστί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Persia
-
2 farisi
περσικά, η περσική γλώσσα -
3 farsça
τα περσικά, η περσική γλώσσα
См. также в других словарях:
περσικῇ — Περσικός slippers fem dat sg (attic epic ionic) περσική slippers fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσική — Περσικός slippers fem nom/voc sg (attic epic ionic) περσική slippers fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσικῇ — Περσικός slippers fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσική — Περσικός slippers fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσικῆι — περσικῇ , Περσικός slippers fem dat sg (attic epic ionic) περσικῇ , περσική slippers fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αχαιμενίδες — Περσική προϊσλαμική δυναστεία, που ονομάστηκε έτσι από τον Αχαιμένη ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πρόγονος του Κύρου. Υποτελείς στην αρχή των Μήδων βασιλιάδων και βασιλιάδες του Ανσάν (Ελάμ ή Σουσιανής, στη νοτιοδυτική Περσία) οι Α.… … Dictionary of Greek
Σασσανίδες — Περσική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία από το 226 ως το 650 μ.Χ., από την πτώση δηλαδή των Αρσακιδών, ιδρυτών του βασιλείου των Πάρθων, ως την αραβική κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας. Ιδρυτής της δυναστείας υπήρξε ο νεαρός βασιλιάς… … Dictionary of Greek
Ωρομάσδης — Περσική θεότητα, που εκπροσωπούσε το αγαθό πνεύμα και ενσάρκωνε την αγνότητα, την ωραιότητα, τη σοφία και τη δύναμη. Ο Ω. είναι η πηγή του φωτός και ο κριτής του κόσμου. Περιβάλλεται από αρχαγγέλους του πνεύματος, των στοιχείων της φωτιάς, των… … Dictionary of Greek
Αναΐτις — Περσική θεότητα, αντίστοιχη με την Αφροδίτη ή την Άρτεμη. Σε έναν αρχαίο μύθο, που είναι και η μοναδική πληροφορία γι’ αυτήν, αναφέρεται ως θεά των νερών, της ευφορίας και της γονιμότητας των γυναικών. Κατέβηκε στη Γη από τον ουρανό μετά από… … Dictionary of Greek
Περσικῆι — Περσικῇ , Περσικός slippers fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek