Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πέρση

См. также в других словарях:

  • περσῆ' — περσῇ , πέρθω waste fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσῆ' — Περσῆα , Περσεύς a fish masc acc sg (epic ionic) Περσῆι , Περσεύς a fish masc dat sg (epic ionic) Περσῆε , Περσεύς a fish masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρση — Πέρσευς masc nom/voc/acc dual Πέρσευς masc acc sg Πέρσης a throw on the dice masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρση — πέρσις sacking fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρσῃ — Πέρσηι , Πέρσευς masc dat sg (epic ionic) Πέρσης a throw on the dice masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρσῃ — πέρθω waste aor subj mid 2nd sg πέρθω waste aor subj act 3rd sg πέρθω waste fut ind mid 2nd sg πέρσηι , πέρσις sacking fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρσηι — πέρσῃ , πέρθω waste aor subj mid 2nd sg πέρσῃ , πέρθω waste aor subj act 3rd sg πέρσῃ , πέρθω waste fut ind mid 2nd sg πέρσις sacking fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσῆι — περσῇ , πέρθω waste fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»