-
1 λιβανωτού
-
2 λιβανωτοῦ
-
3 λιβανωτός
λιβανωτός, ὁ, auch ἡ, vgl. Lob. zu Phryn. p. 187, Weihrauch, das Harz des Baumes λίβανος, das als Räucherwerk beim Opfer gebraucht wurde, Her. 2, 86. 4, 107. 6, 97; λιβανωτὸν δεῦρό τις καὶ πῦρ δότω, ὅπως ἂν εὔξωμαι, Ar. Ran. 871; λιβανωτὸν ἐπιτιϑέναι ὑπὲρ ἑαυτῶν, Antiph. 1, 18; Plat. Legg. VIII, 847 b; Theophr. u. A.; – χόνδρος λιβανωτοῦ heißt er, wenn er in kleinen Stücken ist, μάννα λιβανωτοῦ ganz zerrieben. – Auch der Ort, wo Weihrauch verkauft wird, Eupol. bei Poll. 9, 47; vgl. Chamaeleon bei Ath. IX, 374 b. – Im N. T. Rauchfaß.
-
4 λιβανωτός
A frankincense, the gum of the tree λίβανος, used to burn at sacrifices, Xenoph.1.7, Hdt.1.183, 2.40, 86, Ar.Nu. 426, V.96, Ra. 871, Thphr.HP4.4.14, etc.;λ. ὑπὲρ αὐτῶν ἐπιτιθέναι Antipho 1.18
: called, when in small pieces,χόνδρος λιβανωτοῦ Luc.Sat.16
; when pounded,μάννα λιβανωτοῦ Gp.6.6.1
; cf. λιβανομάννα: the best kind wasλ. ἄρρην Dsc.1.68
, Alciphr. 2.4.2 = λίβανος 1, Thphr.HP9.1.6.III = λιβανωτρίς, Apoc.8.3, 5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιβανωτός
-
5 λιβανωτός
λιβανωτός, ὁ, Weihrauch, das Harz des Baumes λίβανος, das als Räucherwerk beim Opfer gebraucht wurde; χόνδρος λιβανωτοῦ heißt er, wenn er in kleinen Stücken ist, μάννα λιβανωτοῦ ganz zerrieben. Auch der Ort, wo Weihrauch verkauft wird; Rauchfaß -
6 λιβανωτός
λιβανωτός, οῦ, ὁ① (frank)incense (so Hdt. et al.; Diod S 2, 49, 2 [offered to gods throughout the world]; OGI 383, 142 [I B.C.] λιβανωτοῦ κ. ἀρωμάτων; et al. in ins; PHib 121, 54 [III B.C.]; POxy 118, 20; 234 II, 38; Mayser 40; 1 Ch 9:29 λ. κ. τῶν ἀρωμάτων; 3 Macc 5:2; Philo, Spec. Leg. 1, 275; Jos., Ant. 3, 256) ὡς λιβανωτοῦ πνέοντος ἢ ἄλλου τινὸς τῶν ἀρωμάτων MPol 15:2.② censer, in which incense is burned Rv 8:3, 5.—New Docs 4, 129–31 (Connolly). DELG s.v. λίβανος. M-M. TW. Sv. -
7 ΘΎω
ΘΎω, vgl. ϑύνω u. ϑυνέω; ϑῦε, Od. 15, 222; ϑῡετε, Eur. I. A. 1348; aber ϑύοντα mit kurzem υ Od. 15, 260, vgl. Hippon. Ath. IX, 370 c, s. zu Ende; ϑύσω, dor. ϑῡσῶ, Theocr. 2, 33; perf. τέϑυκα, mit kurzem υ, Ar. Lys. 1062; aor. pass. ἐτύϑην, mit kurzem υ, Aesch. Ch. 240; sync. aor. med. ϑύμενος Pratin. bei Ath. XIV, 617 d; – 1) opfern; bei Hom. nur vom Verbrennen der ἀπαρχαί, bei den Att. auch vom Schlachten der Opferthiere, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 82; ἄργματα ϑῦσε ϑεοῖς Od. 14, 446; ϑεοῖσι δὲ ϑῠσαι ἀνώγει Il. 9, 219, wo darauf folgt ὁ δ' ἐν πυρὶ βάλλε ϑυηλάς, Od. 9, 231 πῦρ κείαντες ἐϑύσαμεν, wo sie nur von dem Käse, den sie essen, den Göttern Etwas darbringen können, was Ath. V, 179 c ἀπαρχὰς τῶν βρωμάτων νέμειν τοῖς ϑεοῖς erkl.; Od. 15, 222 u. 260 ist von einer Libation auf dem Schiffe die Rede; – übh. opfern Pind. Ol. 11, 59. 13, 66; ἀποτρόποισι δαίμοσι ϑῦσαι πέλανον Aesch. Pers. 200; νυκτίσεμνα δεῖπν' ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔϑυον Eum. 109; Ἀργείοισιν εὔχεσϑαι χρεών, ϑύειν τε λεί. βειν τε Suppl. 459; ἔϑυσεν αὑτοῦ παῖδα Ag. 1391; καὶ τῆς τυϑείσης νηλεῶς ὁμοσπόρου Ch. 240, wie τὴν σὴν ὅμαιμον ϑῦσαι ϑεοῖσιν Soph. El. 522; ξένους Eur. I. T. 278; übertr., schlachten, morden, ξίφει ϑύουσα ϑῆλυς ἄρσενας ib. 1332; ἀπαρχάς Ar. Ran. 1239; κριϑάς, πυρούς, μελιττούτας Av. 565 ff.; δεκάτην 922; χοῖρον Ach. 758; übh. schlachten, δελφάκιον Lys. 1062; τῷ ἡλίῳ ϑύουσι ἵππους Her. 1, 216; ἱερεῖα Thuc. 1, 126 u. Folgde oft; τὰ μέγιστα ϑύματα Plat. Polit. 290 e; ϑυσίας Rep. IV, 419 u. öfter; Euthyph. 14 c οὐκοῦν τὸ ϑύειν δωρεῖσϑαί ἐστι τοῖς ϑεοῖς. – Auch pass.; τεϑυμένα ἱερά Xen. Hell. 3, 4, 4 u. sonst. – Selten c. gen., λιβανωτοῦ D. C. 56, 31. – Man bemerke noch εὐαγγέλια ϑύειν ἑκατὸν βοῦς Ar. Equ. 654, hundert Stiere für die glückliche Nachricht opfern; βασιλέως γενέϑλια ἅπασα ϑύει καὶ ἑορτάζει ἡ Ἀσία, Asien feiert mit Opfern den Geburtstag des Königs, Plat. Alc. I, 121 c; γάμους ϑύειν Plut. Pomp. 55, διαβατήρια Lucull. 24, διαβατήρια ϑύεσϑαι Thuc. 5, 54, σωτήρια, Opfer für die Rettung, Xen. An. 3, 2, 9, εὐχαριστήρια, Dankopfer, Pol. 5, 14, 8. – Med. opfern lassen, ein Opfer veranstalten; Ἀϑηναίοις ϑυσαμένοις πρὸ τοῦ λοιμοῦ Plat. Conv. 201 d Rep. II, 378 a; bes. ein Opferthier schlachten lassen, um aus den Eingeweiden Kunde über den Ausgang einer Sache zu erhalten, ἐγένετο ϑυομένοισι τὰ σφάγια χρηστά Her. 9, 62, ἐϑύετο καὶ καλλιερέετο 7, 167; ϑυομένῳ ἐπὶ Κρότωνα, in Beziehung auf den Marsch gegen Kroton, 5, 44 (vgl. Xen. An. 7, 8, 21); ἐπὶ τῷ Πέρσῃ 9, 10; ἐπ' ἐξόδῳ ἐϑύετο Εενοφῶν, er opferte, um über den Ausfall eines Streifzuges Etwas zu erfahren, Xen. An. 6, 2, 9; ἐπὶ τούτοις ἐϑύσαντο 3, 5, 18, wo Krüger viele Beispiele der Art, auch von περί τινος, beibringt; ὑπὲρ τῆς μονῆς 5, 6, 27; c. inf., ἐμοὶ ϑυομένῳ ἰέναι ἐπὶ βασιλέα οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά 2, 2, 3, wenn man nicht besser den inf. zu ἐγίγνετο τὰ ἱερά bezieht; mit indirekter Frage, ἐϑυόμην, εἰ βέλτιον εἴη 5, 9, 31, vgl. 7, 2, 15, ich opferte, um zu erfahren, ob es besser sei. – 2) im praes. u. impf. von jeder heftigen, ungestümen Bewegung, daherstürmen, daherbrausen (vgl. ϑέω u. σεύω); vom brausenden Sturme, ἄνεμος λαίλαπι od. σὺν λαίλαπι ϑύων, Od. 12, 400. 408; ἀνέμων ϑύουσιν ἀῆται Hes. O. 619; Th. 875; von daherwogenden Fluthen u. Flüssen, ὁ δ' ἐπέσσυτο οἴδματι ϑύων Il. 21, 234; 23, 230; κῦμα δ' ὄπισϑεν μέγα ϑῦε ϑαλάσσης Od. 13, 84; πόντος ἀπείριτος οἴδματι ϑύων Hes. Th. 109; δάπεδον αἵματι ϑῦεν, der Boden wogte, schäumte od. dampfte von Blut, Od. 11, 420. 22, 309. 24, 184. Auch von Menschen, in leidenschaftlicher Bewegung sein, rasen, toben; ἔγχεϊ ϑῦεν, er wüthete mit dem Speer in der Schlacht, Il. 11, 180. 16, 699; ἦ γὰρ ὅ γ' ὀλοῇσι φρεσὶ ϑύει, οὐδέ τι οἶδε νοῆσαι 1, 342; vom Zorn, κασιγνήταν μένει ϑύοισαν Pind. P. 3, 33. Von der Schlange, Nic. Th. 128; im sync. aor., ϑύμενος ἀν' ὄρεα Pratin. Ath. XIV, 617 d. Nach Hesych. auch = ἐνϑουσιᾷν. – Der gemeinschaftliche Begriff beider Bdign scheint der des Auffahrens, Aufloderns zu sein. [In ϑύειν brauchen Eur. El. 1136 Cycl. 334 u. Ar. Ach. 758 das υ kurz, wie einige andere Komiker, Mein. Men. p. 254; Pind. scheint es in der ersten Bedeutung kurz, in der zweiten lang gebraucht zu haben; so ist auch in den abgeleiteten Wörtern, die den Begriff des Opferns ausdrücken, wie ϑυσία, ϑυηλή, das υ kurz; wo der Begriff der Bewegung vorherrscht, ϑυμός, ϑύνω ist es lang; in anderen schwankt die Quantität wie die Bdtg.]
-
8 κατα-νήω
κατα-νήω oder κατανέω, aufhäufen, λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Her. 6, 97.
-
9 εὐρωτιάω
εὐρωτιάω, schimmelig, moderig sein oder werden, vermodern, Theophr. u. Sp., wie Luc. Necyom. 15, von den Todten, οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες, Iup. Trag. 15 χόνδροι λιβανωτοῦ εὐρωτιῶντες, wie Alciphr. 3, 35. 53. – Uebertr., βίος εὐρωτιῶν, neben ἀκόρητος, ein Leben in Schmutz, Ar. Nubb. 45.
-
10 μάννα
-
11 θῡμιάω
θῡμιάω, 1) räuchern, bes. Rauchwerk, Weihrauch anzünden; Pind. frg. 87; οἱ Ἄραβες ϑυμιῶσι τὸ λήδανον Her. 3, 112; ϑυμιήματα 8, 99; τοῦ λιβανωτοῦ Luc. Prom. 19. – Pass.; τὸ σπέρμα ϑυμιῆται Her. 4, 75; τηκομένων ἢ ϑυμιωμένων γίγνονται ὀσμαί Plat. Tim. 66 d; Folgde; ἐϑυμιᾶτο αὐτῷ, es wurde ihm Räucherwerk angezündet, Ael. V. H.12, 51; ϑυμιώμεναι μέλισσαι, beräuchert, Arist. H. A. 9, 27. – 2) intrans., rauchen, Theophr. – Θυμιατός, Arist. meteorl. 4, 9.
-
12 ἐπι-δράσσομαι
ἐπι-δράσσομαι, att. - δράττομαι, angreifen, anfassen, τινός, z. B. λιβανωτοῦ Plut. Alex. 25, öfter; παντὸς πολιτεύματος, sich aneignen, an seni 18; τί, Alciphr. 3, 60. – Auch übertr., mit dem Geiste ergreifen, Plut.
-
13 θυμιαω
(ион. aor. ἐθῡμίησα)1) (о благовониях и т.п.) кадить, жечь, курить(τέν στύρακα, τὸ λήδανον Her.; τοῦ λιβανωτοῦ Luc.)
τὸ σπέρμα τῆς καννάβιος θυμιῆται (ион. = θυμιᾶται) Her. ( в скифских — банях) жгут конопляное семя;2) pass. выделять ароматические испарения(οἶνος ὅ γλυκὺς θυμιᾶται Arst.)
3) pass. чадить(πιμελέ θυμιᾶται καὴ τήκεται Arst.)
4) окуриватьθυμιώμεναι (sc. μέλισσαι) μάλιστα τὸ μέλι ἐσθίουσιν Arst. — окуриваемые пчелы особенно (жадно) едят мед.
-
14 κατανεω
нагромождать, накладывать, т.е. возлагать -
15 χονδρος
-
16 κατά
κατά (1κάν O. 8.78
)1 c. gen.,a belowτὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
b by, over of object by which one swears. κατὰ χρυσόκερω λιβανώτου (sc. εὔχεσθαι) fr. 329.2 c. acc.,a of place.I in. atΝεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87
καὶ πᾶσαν κάτα /Ἑλλάδ' εὑρήσσει O. 13.112
γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρ σανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην (codd.: ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann) P. 11.38κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι N. 10.17
ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ... δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς fr. 146. 2. Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II throughout, amongκαθ' Ἕλλανας O. 1.116
O. 6.71III on, uponπατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ O. 7.36
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα / σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (fort. tmesis, κατασπένδειν) I. 6.8IV along, onμακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.7
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. ]α κατὰ πᾶσαν ὁδόν Pae. 4.6
Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες Πα. 7B. 11.bI in accordance with, according toἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον O. 8.78
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
κατ' ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
“ βασιλευομέναν οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107 ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps tmesis? καταβλέπειν) P. 8.68 καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων befittingly P. 10.26 ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν i. e. according to the will of the Muse N. 3.16 ( χεῖρα) τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις opportunely I. 2.22Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν I. 4.38
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3.II distributively. μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη limb by limb O. 1.49 ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue I. 4.11c of time, atτὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον, κεῖνον κατὰ χρόνον O. 10.102
ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at the news of Jason P. 4.125d in the manner of, likeτόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος πέμπεται P. 2.67
e fragg. ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν αἰθερ[ Pae. 7.11
]κατὰ χθόν ε[ Δ. 4. h. 12. ]καθ' ἁλικίαν[ Θρ. 5. 5.3 in tmesis.κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων O. 8.19
κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι P. 5.121
[κατὰ βλέπειν P. 8.68
v. supra 2. b.α. κάτα σπένδειν I. 6.8
v. supra 2. a. γ.] κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν fr. 171. -
17 λιβανωτός
1 frankincense κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ ὡς ἄγαν τρυφῶντα τοῦτο εἶπεν, ἐντεῦθεν δεικνὺς αὐτὸν ὅτι καὶ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς εὐχαῖς βλακείᾳ ἐχρῆτο) fr. 329. -
18 χρυσόκερως
1 with golden, gilded hornsχρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν O. 3.29
κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Porphyr., de abstinentia, 2. 15, τοῦ Θετταλοῦ ἐκείνου λτ;τοῦγτ; τοὺς χρυσόκερως βοῦς καὶ τὰς ἑκατόμβας τῷ Πυθίῳ προσάγοντος Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ πλούσιον ὡς ἄγαν τρυφῶντα) fr. 329. -
19 βωλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωλάριον
-
20 θυμιάω
Aἐθυμίησα Hippon.92
, Hdt.6.97:—[voice] Med., [dialect] Ion.[tense] fut.- ήσομαι Hp.Mul.2.126
: [tense] aor. ἐθυμιησάμην ib. 146, Nat.Mul.7 (but- ασάμην Morb.2.27
):—[voice] Pass., [tense] fut.- ᾱθήσομαι Dsc.1.68.6
: [tense] aor. ἐθυμιάθην ib.5:— burn so as to produce smoke,θ. τὴν στύρακα Hdt.3.107
;λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα Id.6.97
;θυμιήματα Id.8.99
;λιβάνου δάκρυα Pi.Fr.122.4
: abs., burn incense, Hermipp.8, Men.Sam. 264, LXX 4 Ki.22.17, al., OGI352.37 (ii B.C.), etc.; τινι in honour of any one, Ath.7.289f:—[voice] Med., Ael. VH12.51:—[voice] Pass., to be burnt, [τὸ σπέρμα τῆς καννάβιος] θυμιᾶται (v.l. -ῆται) Hdt.4.75;λίθος.. τεθυμιαμένος Ar.Fr. 635
; pass off in fumes, Arist.Mete. 362a11;θυμιωμένων τινῶν Pl.Ti. 66d
.2 smoke, fumigate,τί τινι PMag.Par.1.2970
:—[voice] Med., Hp.ll.cc.:—[voice] Pass.,θυμιώμεναι μέλισσαι Arist.HA 623b20
.II intr., smoke,ἄνθρακες θυμιῶντες Thphr.Ign.75
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λιβανωτοῦ — λιβανωτός frankincense masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανωτός — ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ) η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ ἂν θύσαιμ ...οὐδ ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» κολακεύω κάποιον,… … Dictionary of Greek
ливанский — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = прил. относящийся к горе Ливан или к ладану.… … Словарь церковнославянского языка
AROMATICA — Populo donata, apud Ael. Spartian. in Adriano Caes. c. 19. Romae post coeter as immensissimas voluptates, in honorem socrûs suae, aromatica, populo donavit. Nempe Parentaliorum die siebat in plebem divisio secierum variarum, ut vini, olei, aut… … Hofmann J. Lexicon universale
καπνομαντεία — Μορφή μαντείας κατά την αρχαιότητα. Βασιζόταν στη δοξασία ότι η ταχύτητα με την οποία ανυψώνεται ο καπνός των σφαγίων της θυσίας, το χρώμα του, ο αριθμός των τολυπών του και η διεύθυνσή του αποτελούσαν συμβολικά σημάδια της θέλησης των θεών.… … Dictionary of Greek
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek
προσκαύησις — ήσεως, ἡ, Α [προσκαίω] λατρεία με την καύση λιβανωτού … Dictionary of Greek
στακτή — η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν αλισίβα, σταχτόνερο αρχ. αιθέριο έλαιο, βάλσαμο που παρασκευαζόταν από τρυφερή σμύρνα (α. «στακτή τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», Ησύχ. β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek