Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καύχας

См. также в других словарях:

  • καυχάς — καυχάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που καυχιέται, η καυχησιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυχῶμαι, κατά το σχήμα μαίνομαι μαινάς] …   Dictionary of Greek

  • καύχας — καύχᾱς , καύχη fem acc pl καύχᾱς , καύχη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»