Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Λακωνική

См. также в других словарях:

  • Λακωνική — Sp Lakonijà Ap Λακωνική/Lakonikē sen. graikų kalba Ap Λακωνία/Lakonia graikiškai L ist. sr. ir P Graikijos nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Λακωνικῇ — Λακωνικός Laconian shoes fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικῇ — Λακωνικός Laconian shoes fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακωνική — Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνική — Λακωνικός Laconian shoes fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υακίνθια — Λακωνική γιορτή που τελούσαν το μήνα Εκατομβαιώνα για να τιμήσουν τον Υάκινθο στις Αμύκλες της Λακεδαίμονας, και που διαρκούσε τρεις μέρες. Την πρώτη, που ήταν αφιερωμένη στο πένθος για το θάνατο της βλάστησης, γίνονταν θυσίες στον τάφο του… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνικῆι — Λακωνικῇ , Λακωνικός Laconian shoes fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακωνικῆι — λακωνικῇ , Λακωνικός Laconian shoes fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …   Dictionary of Greek

  • λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»