-
1 Ζεφύρου
Ζέφυροςwesterly wind: masc gen sg -
2 ζεφύρου
Ζέφυροςwesterly wind: masc gen sg -
3 πνοή
πνοή, ἡ, ep. u. ion. πνοιή, dor. πνοιά u. πνοά, das Wehen, Blasen, Hauchen, der Wind; oft bei Hom., theils allein, theils mit dem Zusatz ἀνέμων, Βορέαο, Ζεφύρου; ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο (s. ἅμα), u. πνοιαὶ ἀνέμων, Hes. Th. 253. 268. Auch das Schnauben, Athemholen, übh. der Athem, Il. 23, 380; πνοιὴ Ἡφαίστοιο, der Anhauch des Hephästus, die Lohe, der glühende Brodem des Feuers, 21, 355; ἀλλοῖαι πνοιαὶ ἄλλοτ' εἰσὶν ἀνέμων, Pind. P. 3, 104; auch Αἰολῇσιν ἐν πνοιαῖσιν αὐλῶν, N. 3, 79; ἃς ϑνητὸς οὐδεὶς εἰςιδὼν ἕξει πνοάς, Aesch. Prom. 802; συνϑνήσκουσα προπέμπει πνοάς, Ag. 794; u. von den Winden, 185 u. öfter; Soph. El. 427; auch ἱππικαί, Schnauben, El. 709; πνοας πομπίμους, Eur. Hec. 1289, u. öfter; selten in Prosa, Plat. Crat. 419 d, Plut. Sert. 17. – Auch = Duft, Geruch.
-
4 ποιφύσσω
ποιφύσσω (scheint durch Reduplication aus φυσάω Schol. ποιφύζειν hat u. es sowohl πνεῖν erkl., aus Euphor. ζεφύρου μέγα ποιφύξαντος, als ἐκφοβεῖν, aus Sophron παιδικὰ ποιφύζεις, vgl. Ath. VII, 324 e); vgl. Anyte 12 (VII, 215); trans., anblasen, anfachen, eine Glut durch Blasen erregen, Lycophr. 198; übertr., anschnauben, bedrohen, in Schrecken setzen, s. Sophr. a. a. O.
-
5 κολπόω
κολπόω, einen Busen, Bausch bilden; χιτῶνας Luc. V. H. 1, 10; bes. vom Segel, busig schwellen, ναῦται κολπώσαντες λίνα πνοίῃ Ζεφύρου Hel. 110 (IX, 363); κολποῦται Ζέφυρος ἐς ὀϑόνας Satyr. 5 (X, 5); κολπώϑη δ' ἀνέμοισι πέπλος βαϑύς Hosch. 2, 125; ähnl. κολπώσας ὁ ἄνεμος τὴν ναῦν Luc. V. H. 1, 13; – einen Meerbusen bilden; κόλπος κολπούμενος Pol. 34, 11, 5; Strab. öfter; – adject. verb., κολπωτοὶ χιτῶνες, Kleider mit einem Busen, Plut. reg. apophth. Xerz.
-
6 μελανέω
μελανέω, schwarz werden, sich schwärzen, so erkl. Einige Il. 7, 63, οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον· μελάνει δέ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς, als imperf., das Meer schwärzte sich; Aristarchs Ansicht bei Schol. Aristonic.: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐὰν μὲν γράφηται πόντος ὑπ' αὐτοῦ, ἔσται μελαίνεται ὁ πόντος ὑπὸ τοῠ Ζεφύρου· ἐὰν δὲ πόντον ὑπ' αὐτῇ, ἔσται μελαίνει δὲ πόντον ὁ Ζέφυρος ὑπὸ τῇ φρίκῃ. Sicherer ist An. Rh. 4, 1574, βένϑος ἀκίνητον μελανεῖ, u. Callimach. ep. 8 (XII, 230), τὸν τὸ καλὸν μελανεῦντα; vgl. Philod. 10 (V, 121), μίκκη καὶ μελανεῦσα Φιλαίνιον; Arat. 836 u. öfter.
-
7 λίγα
-
8 ἐπ-ωθίζω
ἐπ-ωθίζω, dasselbe, ἐπωϑίζοντος τοῖς κύμασι ζεφύρου Luc. Philopatr. 3, stieß auf die Wogen.
-
9 ὑπο-κῑνέω
ὑπο-κῑνέω, 1) unten od. ein wenig, leicht bewegen; Ζεφύρου ὑποκινήσαντος, sc. κῠμα, Il. 4, 423; übertr., ein wenig reizen, Plat. Charm. 162 d; Plut. Aem. Paull. 9. – 2) intrans., sich ein wenig bewegen; οὐδεμίη πόλις ὑπεκίνησε Her. 5, 106; Ar. Ran. 644. – Uebertr., etwas verrückt sein, Plat. Rep. IX, 573 c vrbdn ὁ μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκώς; Sp., wie Luc. Eun. 13.
-
10 γιγας
-
11 επωθιζω
(обо что-л.) ударяться -
12 ιππευω
1) тж. med. ездить верхом(ταῖς ἵπποις Arst.; ἐπ΄ ὄνου Luc.)
ἔσαν ἱππεύεσθαι ἀγαθοί Her. — они (лидийцы) были хорошими всадниками2) служить в конницеδεῖν αὐτὸν μετὰ τῶν ὁπλιτῶν κινδυνεύειν, ἱ. εἵλετο Lys. — обязанный делить опасности с гоплитами, он (Алкивиад) предпочел служить в коннице;
ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνεα Her. — конницу (Ксеркса) составляют такие племена3) ( о лошади) ходить, бежать, скакать4) перен. мчаться, нестись, проноситьсяὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Ζεφύρου ἱππεύσαντος Eur. — (в то время как) Зефир проносился над бесплодными равнинами;
πρὸς γέροντος ἱππεύει φόνον Eur. — (безумный Геракл) бросается (чтобы) убить старика -
13 κελαδημα
-
14 πλεω
I.I(fut. πλεύσομαι и πλευσοῦμαι - поздн. πλεύσω, aor. ἔπλευσα, pf. πέπλευκα; pass.: aor. ἐπλεύσθην, pf. πέπλευσμαι)1) плыть, плавать(Ἰλιόθεν, ἐνὴ πόντῳ Hom.; ἐν ναυσίν Xen.; ἀπὸ Λευκάδος Thuc.; ἐν τῇ θαλάττῃ Plat.)
ζεφύρου αὔρᾳ π. Aesch. — плыть с западным ветром2) (= νέω См. νεω II) держаться на поверхности воды, плаватьπ. ἐλαφρῶς Hom. — (о сухом дереве) легко держаться на поверхности воды;
νῆσος πλέουσα Her. — плавучий остров;ταῖς ναυσὴν εὖ πλεούσαις Xen. — на быстроходных кораблях3) ( о морском путешествии) совершать(στόλον τόνδε Soph.; πλοῦν Plut.)
4) проплывать на кораблях(ὑγρὰ κέλευθα Hom.; τέν θάλατταν Xen.)
τὸ πεπλευσμένον πέλαγος Xen. — пройденная часть моря5) перен. протекать, идтиπάντα ἡμῖν κατ΄ ὀρθὸν πλεῖ Plat. — все у нас идет на лад
6) качаться, балансироватьἔπλεον ὀλισθαίνοντες ἀμφοτέροις τοῖς ποσίν Polyb. — скользя обеими ногами, они качались
IIII. -
15 υποκινεω
1) немного шевелить, возбуждатьΖεφύρου ὑποκινήσαντος Hom. — под легким дуновением ветра;
ὑ. τινι πόλεμον Plut. — разжигать войну против кого-л.;τὸ ἔγκλημά τινος ὑ. Luc. — возбуждать обвинение в чем-л.2) подзадоривать, подстрекать(τινα Plat.)
3) шевелиться, волноваться, трогаться Her., Arph., Xen.ὑποκεκινηκώς перен. Plat. — тронутый, спятивший
-
16 αἰψηρός
-
17 Ζέφυρος
-
18 Ἡρακλέης
Ἡρακλέης (-έης, -έος, -έος, -εῖ, -ῆι, -έα, -εες.)a personalia. son of Zeus, τῷ ( Ἀμφιτρύωνι)ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
, cf. O. 10.44, P. 9.84, I. 7.7ἥρως θεός N. 3.22
ἀνήρ I. 4.53
son of Alkmena,σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3
descendant of Alkaios,Ἡρακλέης, σεμνὸν θάλος Ἀλκαιδᾶν O. 6.68
, cf. Probus ad Virg., Ecl. 7. 61, initio Alcidem nominatum post Herculem — ab Hera —, quod eius imperiis opinionem famamque virtutis sit consecutus fr. 291. married to Hebe in Olympos N. 10.18 v. also Ἀλκμήνα, Ἀμφιτρυωνιάδας, Ἥβα.b as family hero. progenitor of the Eratidai through his son Tlepolemos,Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ O. 7.22
progenitor of the Herakleidai,ὀλβία Λακεδαίμων, μάκαιρα Θεσσαλία. πατρὸς δ ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.3
Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν (sc. Ἀπόλλων)ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἑκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.71
c patron and founder. founder of the OlympiadὈλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης ἀκρόθινα πολέμου O. 2.3
κραίνων ἐφετμὰς Ἡρακλέος προτέρας ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνήρ O. 3.11
θρασυμάχανος Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.68
ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.33
πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις N. 11.27
cf. O. 10.22ff. patron of Thebes,Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν N. 4.24
, cf. fr. 29. 4. patron of games, ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (sc. Διόσκουροι) N. 10.53 connected with Tiryns O. 10.31, I. 6.28d his adventures and fame. fights Poseidon, Apollo, Hades,Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
kills Kteatos and Eurytos O. 10.27ff. kills Moliones and destroys the city of Augeas,δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης O. 10.30
is defeated by Kyknos, τράπεδὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.16
Hera attempts to kill him,ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33
ff., cf. Πα. 20. friend and companion of the Aiakidai, τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον, ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις (Tricl.: Ἡρακλεῖ codd.) I. 5.37, cf. I. 6.27—31, fr. 172, N. 4.25ff. Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (sc. Αἰακόν) N. 7.86 πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ (= Τελαμῶνι)Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ, σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.35
cf. N. 4.26—7, test. fr. 33a. fights Geryon and Diomedes at behest of Eurystheus O. 3.28, fr. 81. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. his journey to the west,κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτάς N. 3.21
Ἡρακλέος σταλᾶν O. 3.44
v. test. fr. 256, I. 4.12 his general fame,κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν fr. 29. 4. for accounts of his exploits v. O. 10.24ff., N. 1.61ff., N. 3.22ff., I. 6.27ff.e test. Quint., Inst., 8. 6. 71, Hercules impetum adversus Meropas qui in insula Coo dicuntur habitasse non igni nec ventis nec mari sed fulmini similem fuisse fr. 33a Snell, = fr. 50 Schr. Strabo, 2. 91. 7, ὥς φησιν ἐν τοῖς ὕμνοις Πίνδαρος οἱ μεθ' Ἡρακλέους ἐκ Τροίας πλέοντες διὰ παρθένιον Ἕλλας πορθμόν, ἐπεὶ τῷ Μυρτῴῳ συνῆψαν, ἐς Κῶν ἐπαλινδρόμησαν Ζεφύρου ἀντιπνεύσαντος fr. 33a Snell, = fr. 51 Schr. Corp. Paroem. Gr., Supp. 1, p. 61 Ἡράκλειος ψώρα· ἐπὶ τῶν Ἡρακλείων λουτρῶν δεομένων καὶ θεραπείας. Ἀθηνᾶ γὰρ τῷ Ἡρακλεῖ πολλαχοῦ ἀνῆκε θερμὰ λουτάρια καὶ ἀνάπαυλαν τῶν πόνων ὡς μαρτυρεῖ καὶ Πίνδαρος ἐν Ὕμνοις fr. 51e. Σ Hom. Φ 1, Ἡρακλῆς εἰς Ἅιδου κατελθὼν ἐπὶ τὸν Κέρβερον κ. τ. ἑ. fr. 294a, cf. titulum Δ. 2. Philostr., Imag. 2. 24, Ἡρακλῆς εἰς τὴν τοῦ Κορωνοῦ στέγην ἀφικόμενος σιτεῖται βοῦν ὅλον fr. 168a. Strabo, 3. 5. 5, εἰς πύλας Γαδειρίδας ὑστάτας ἀφῖχθαι τὸν Ἡρακλέα (verba εἰς πύλας Γαδειρίδας Pindaro tribuuntur) fr. 256.f frag. ] Ἡρακλέης fr. 140a. 51 (26). ] Ἡρακλέος εξα[ fr. 169. 42. -
19 κεῖνος
κεῑνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους; -αι; κεῖνο nom., acc., -α acc.: ἐκεῖνος codd., O. 2.99, O. 3.31, O. 6.102, O. 10.30, O. 10.41, O. 13.76, O. 13.87, P. 3.55, N. 3.11, N. 5.22, I. 8.65, fr. 137. 1, corr. Boeckh.)1 that, those cf. Des Places, 67.a with prior reference.ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα those 29 victories of the trainer Melesias O. 8.62 κεῖνον κατὰ χρόνον sc. of his victory O. 10.102 κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει Typhos P. 1.25 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron. P. 1.42 κείνας ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους those with which he won his victory P. 2.8 “ κεῖνος ὄρνις” P. 4.19 “ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” Libya P. 4.48ἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243
καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας Damophilos P. 4.289 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (τὸν Ἀρκεσίλαν. Σ.) P. 5.107κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν P. 9.68
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς Chromios N. 1.9 ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμόν ( Αἰδώς v. 33) N. 9.36 κείνων λυθέντες ( δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35. ]αι κείνῳ χρόνῳ Δ. 4. d. 1. pro subs., emphasising some previously mentioned person or thing, ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή (Hieron v. 23) O. 1.101 καὶ κεῖνος, ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (Theron v. 95) O. 2.99 κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ἐπίστανται ( ἡμίονοι v. 22) O. 6.25 κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (Hermes v. 79) O. 6.80 θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι (the relatives of Hagesias in Stymphalos and Syracuse, cf. οἴκοθεν οἴκαδ v. 99) O. 6.102 κείνοισι μὲν — πολὺν ὗσε χρυσόν (the Rhodians v. 48: κείνοις ὁ coni. Mingarelli) O. 7.49 κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα (Melesias v. 54) O. 8.62 κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν ( Χάριτες v. 27) O. 9.28 κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( λαοί v. 46) O. 9.53 δάμασε καὶ κείνους (Kteatos and Eurytos v. 28) O. 10.30 καὶ κεῖνος ( Αὐγέας v. 35) O. 10.41 ἀπὸ κείνου χρήσιος (Polyidos v. 75) O. 13.76 σὺν δὲ κείνῳ (Pegasos v. 86) O. 13.87 τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna v. 60) P. 1.61 ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Asklepios from v. 53) P. 3.55 τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (Hieron v. 72) P. 3.75 μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν (the golden fleece v. 69) P. 4.69 “ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” (the family of Cheiron v. 105) P. 4.105 κείνου γε κατὰ κλέος (Jason v. 123) P. 4.125 σὺν κείνοισι (with his relatives = οἱ δ v. 133) P. 4.134 “ κείνων φυτευθέντες” (Kretheus and Salmoneus v. 143) P. 4.144 κεῖνος γὰρ (Damophilos v. 281) P. 4.281 κεῖνόν γε καὶ (Battos v. 55) P. 5.57 κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (the marriage of Apollo and Cyrene v. 66) P. 9.68 κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν (Nereus v. 94) P. 9.95πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.123
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν ( τινα v. 64) N. 1.68 ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (the triumph singers v. 4) N. 3.11 κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι (Kallikles v. 80) N. 4.85 πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Aiakidai v. 15) N. 5.22 ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (Peleus v. 26) N. 5.30 καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος (Peleus v. 36: καὶ σοῦ e Σ Christ) N. 5.43 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν (Praxidamos v. 15) N. 6.17 ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Aiakos v. 8) N. 8.10 κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν ( Φθόνος, from φθονεροῖσι v. 21) N. 8.23 ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν (Amphitryon v. 13) N. 10.14 κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (Lynkeus v. 61) N. 10.62 κεῖνοι γὰρ (Kastor and Iolaos v. 16) I. 1.17 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Aiakidai v. 43) I. 5.47 πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα (Telamon v. 26) I. 6.31 ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας (Nikokles v. 64) I. 8.65 κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος (the ancestors of the Abderitans v. 59) Πα. 2.. Διὸς παῖς ὁ χρυσός. κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. as antecedent of preceding relative clause, οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.b without prior reference. ( θεὸς)ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
, cf. O. 6.1022 τοιοῦτος, such a one as that εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.7 προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (τουτέστι τὸν τοιοῦτον. Σ: such as Homer lit for Aias) I. 4.43 σειρῆνα δὲ κόμπον μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.3 fragg. ]ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19
κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν (Teuffel: ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ codd.) fr. 137. 1. κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. -
20 κόμπος
1 vaunting, loud praiseχαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.49
χρή νιν (= ἀρετάν)εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.43
μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων I. 5.24
σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 13.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ζεφύρου — Ζέφυρος westerly wind masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφύρου — Ζέφυρος westerly wind masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACRA Lepte — Drepani sinûs prominentia; in sinu Arabico, in parte Troglodytarum, apud Plinium l. 6. c. 29. Significat autem Graeca vox Α῎κρα, summitatem, eminentiam, sed et portum ut plurimum, naturaleni, sub littorum prominentiis postitum. Unde καταρη̈ὶς… … Hofmann J. Lexicon universale
Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν … Dictionary of Greek
αήτης — ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α) 1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα 2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄημι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους] … Dictionary of Greek
γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… … Dictionary of Greek
ζεφυρίτιδα — η (Α ζεφυρῑτις, ιδος) [ζέφυρος] (θηλ. τού ζεφύριος) 1. ευχάριστη πνοή ζέφυρου 2. (επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που λατρεύεται στην Κύπρο … Dictionary of Greek
ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek