-
1 κελάδημα
-
2 κελαδημα
-
3 κελάδημα
κελάδημαrushing sound: neut nom /voc /acc sg -
4 κελάδημα
κελάδημα, τό, das Geräusch, das Brausen; des Windes -
5 κελάδημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελάδημα
-
6 κελαδήμασι
κελάδημαrushing sound: neut dat pl -
7 κελαδήματα
κελάδημαrushing sound: neut nom /voc /acc pl -
8 κελαδήματι
κελάδημαrushing sound: neut dat sg -
9 κελαδήματος
κελάδημαrushing sound: neut gen sg -
10 συμπλαταγέω
A sound by striking together, Χερσί clap with the hands, Il.23.102 (v.l. συμπατάγησεν); ῥαδινὰς συμπλαταγεῖτε Χέρας Ath.Mitt.17.272
(Athens, ii A.D.);Χεῖρας Tz.H.9.631
: intr., Χειρῶν συμπλαταγουσῶν v.l. for συμπατ- in S.E.M.6.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπλαταγέω
-
11 ἀεναής
-
12 κέλαδος
Grammatical information: m.Compounds: rarely in compp., e. g. κελαδο-δρόμος `who runs in the noise' (Orph.; of Artemis), δυσ-κέλαδος `with terrible noise' (Π 357); on Έγ-κέλαδος s. v.Derivatives: κελαδεινός, Aeol. (Pi.) - εννός `noisy, sounding' (Il.; Chantraine Formation 195f.); κελαδῆτις `id.' ( γλῶσσα, Pi. N. 4, 86; Fraenkel Nom. ag. 1, 164f., Redard 10); κελάδων, - οντος `id.' (Il.), also as river name (Η 133; s. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 236; 3, 162), rather sec. formation in - ντ- (cf. on ἱμάς) than from a denomin. *κελάδω (Schwyzer 723, Bechtel Lex. s. κέλαδος). Denomin. κελαδέω, aor. κελαδῆσαι `sound, make noise' also trans. `sing of' (Il.) with κελάδημα (E.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like ὅμαδος, χρόμαδος, ῥοῖβδος etc. (Schwyzer 508, Chantraine Formation 359f.). Not to καλέ-σαι, κλη-τός, which is from * kelh₁- and would end in -ε. Zupitza KZ 36, 55 derives κέλα-δος from *keln̥- (cf. the nouns in - άδ-, Chantraine 349ff.). - One compares κελαρύζω.Page in Frisk: 1,813Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέλαδος
См. также в других словарях:
κελάδημα — κελάδημα, το και κελάδισμα, το και κελάηδημα, το και κελάηδισμα, το, ατος το τραγούδι των πουλιών: Ακούγαμε το κελάδημα του αηδονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κελάδημα — rushing sound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελάδημα — και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) [κελαδώ] νεοελλ. το τραγούδι τών πουλιών αρχ. ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κελαδήμασι — κελάδημα rushing sound neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαδήματα — κελάδημα rushing sound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαδήματι — κελάδημα rushing sound neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαδήματος — κελάδημα rushing sound neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… … Dictionary of Greek
καρδερίνα ή γαρδέλι — (Carduelis carduelis). Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών. Είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη, Ν του 61ου παράλληλου, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Μεταναστεύει προς το τέλος του φθινοπώρου από τις βόρειες περιοχές σε ζώνες με… … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek
γλυκοκελάδημα — και γλυκοκελάηδημα και γλυκοκελάιδημα, το το γλυκό κελάδημα, το ευχάριστο τραγούδι τών πουλιών … Dictionary of Greek