-
1 ἄντος
ἄντος· εὖρος, οἱ δὲ Εὐριπίδης, Hsch. -
2 γίγας,-αντος
ὁ N 3 8-11-11-4-7=41 Gn 6,4(bis); 10,8.9(bis)giant, mighty one (mostly pl.) -
3 ἐλέφας,-αντος
-
4 ἱμάς,-άντος
+ ὁ N 3 0-0-2-1-2=5 Is 5,18.27; Jb 39,10; 4 Mc 9,11; Sir 33,27 -
5 αδάμας
(-αντος) ο1) алмаз; бриллиант; 2) безупречный, кристально чистый человек -
6 αλλάς
(-αντος) ο колбасное изделие -
7 ανδριάς
(-άντος) ο см. ανδριάντας -
8 απαξάπας
-
9 αργυροδάμας
(-αντος) ο мин. плавиковый шпат -
10 Άτλας
(-αντος) ο миф. Атлант;§ είναι Άτλας υπομονής — у него Ангельское терпение
-
11 άτλας
(-αντος) ο атлас (географический, анатомический) -
12 ελέφας
-
13 ιμάς
-
14 κιλλίβας
(-αντος) ο лафет;κιλλίβας του τηλεβόλου — пушечный лафет
-
15 λήξας
(-αντος), ασα, αν истекший, прошлый;τό λήξαν έτος истекший год;την πεμπτην λήξαντος — пятого числа прошлого месяца
-
16 οκρίβας
(-αντος) ο треножник (подставка); мольберт -
17 προλαλήσας
(-αντος), ασα, αν 1. выступавший, говоривший раньше;2. (ο) предыдущий оратор -
18 στιλβαδάμας
(-αντος) ο бриллиант -
19 συμβάν
(-άντος) τό событие, происшествие; сличай; инцидент;απροσδόκητον συμβάν — неожиданный случай
-
20 σύμπαν
(-αντος) τό свет, мир, вселенная;τό σύμπαν να χαλάσει — пусть даже свет перевернётся
См. также в других словарях:
συγγίγας — αντος, ὁ, Α [γίγας, αντος] αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
υπερκύδας — αντος, ὁ, Α υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. ας, αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας] … Dictionary of Greek
γίγας — ( αντος), ο βλ. γίγαντας … Dictionary of Greek
μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek
προμεταστάς — άντος, ὁ, Μ αυτός που πέθανε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. αορ. προμεταστάς τού προμεθίστημι] … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek
τοξοδάμας — αντος, ὁ, Α τοξόδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο δάμας] … Dictionary of Greek
τραπεζογίγας — αντος, ὁ, Μ αυτός που τρώει πολύ, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γίγας] … Dictionary of Greek
τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] … Dictionary of Greek
τριξάς — ᾱντος, ὁ, Α σικελικό νόμισμα αξίας τριών χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triens, entis «είδος νομίσματος» (< tres, tria, πρβλ. τρεις)] … Dictionary of Greek