Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑποκεκινηκώς

См. также в других словарях:

  • ὑποκεκινηκώς — ὑποκεκῑνηκώς , ὑποκινέω move softly perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκινώ — ὑποκινῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑποκίνυμι και ὑποκινύω Α [κινῶ] διεγείρω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι (α. «την εξέγερση υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», Πλούτ.) αρχ. 1. κουνώ κάτι ελαφρά («ὑποκινούμε νον κῡμα», Πολυδ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»