-
1 αἰψηρός
αἰψηρός ( αἶψα, vgl. λαιψηρός), schnell; Hom. dreimal, Od. 4, 103 αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο, Iliad. 19, 276 Od. 2, 257 λῠσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Prädicatsnomen = advb. ταχέως; vgl. Apollon. lex. Hom. 17, 19 Scholl. Iliad. 19, 276 Od. 2, 257; – ἀνέμων ῥιπαί Qu. Sm. 8, 184.
-
2 αιψηρός
-
3 αἰψηρός
-
4 αἰψηρός
A quick, speedy, sudden, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο satiety in grief comes soon, Od.4.103; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν he dismissed the assembly in haste, Il.19.276, Od.2.257;Ζεφύρου αἰ. πνοαί Pi.Parth.2.17
;πούς Lyc.515
. Adv.- ῶς Aristarch.
ap.Apollon.Lex. s.v. αἶψα.—Notin Trag.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰψηρός
-
5 αἰψηρός
αἰψηρός ( αἶψα): quick(ly), used with the sense of the adv.; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Il. 19.276, Od. 2.257; αἰψηρὸς δὲ κόρος, ‘soon’ comes, Od. 4.103.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰψηρός
-
6 αιψηρος
3немедленный, быстрый, поспешныйαἰ. κόρος κρυεροῖο γόοιο Hom. — скоро притупляется леденящая скорбь;
λῦσεν ἀγορέν αἰψηρήν Hom. — он тотчас же распустил собрание -
7 αἰψηρός
-
8 αἰψηρός
-
9 αιψηρά
αἰψηρόςquick: neut nom /voc /acc plαἰψηρά̱, αἰψηρόςquick: fem nom /voc /acc dualαἰψηρά̱, αἰψηρόςquick: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
10 αἰψηρά
αἰψηρόςquick: neut nom /voc /acc plαἰψηρά̱, αἰψηρόςquick: fem nom /voc /acc dualαἰψηρά̱, αἰψηρόςquick: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 αιψηρών
-
12 αἰψηρῶν
-
13 αιψηρόν
-
14 αἰψηρόν
-
15 λαιψηρός
Grammatical information: adj.Meaning: `swift, light, nimble' (Il.).Derivatives: λαιψηρά adv. (E.; already X 24?, Leumann Hom. Wörter 165f.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expressive tansformation of αἰψηρός, prob. after λάβρος `violent, boisterous', cf. Ζέφυρος... λάβρος Β 148 beside ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Ξ 17. - Usually (e. g. Bq) explained from reinforcing λα- (s. v.) and αἰψηρός. - The analysis is perhaps possible but not evident.Page in Frisk: 2,74Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαιψηρός
-
16 λαιψηρός
λαιψηρός (vgl. αἰψηρός), 1) schnell, schnellfüßig, Ἀχιλλεύς, Il. 21, 264, ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα, 22, 204 u. öfter; auch λαιψηροῖς ὀλέεσϑαι Ἀπόλλωνος βελέεσσι, 21, 278, u. ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευϑα, 14, 17; δρόμος, Pind. P. 9, 125; πόλεμοι, Ol. 12, 4; πόδες, N. 10, 63, wie Eur. Hel. 555 u. öfter; adverbial, λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717 u. sp. D., wie Ap. Rh. ἀνέμου λαιψηρὰ ἀέντος, 4, 246, u. öfter von Winden; λαιψηρότεροι φέβονται, Opp. Cyn. 4, 446. – 2) nach den VLL. soll es bei den Lacedämoniern ἡμίξηρος bedeutet haben.
-
17 αιψηρήσι
-
18 αἰψηρῇσι
-
19 αιψηρήσιν
-
20 αἰψηρῇσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αιψηρός — αἰψηρός, ά, όν (Α) 1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός 2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος] … Dictionary of Greek
αἰψηρός — quick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρά — αἰψηρός quick neut nom/voc/acc pl αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc/acc dual αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῶν — αἰψηρός quick fem gen pl αἰψηρός quick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρόν — αἰψηρός quick masc acc sg αἰψηρός quick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηροῖο — αἰψηρός quick masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηροῖσι — αἰψηρός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῇσι — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῇσιν — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρή — αἰψηρός quick fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρήν — αἰψηρός quick fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)