Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰψηρός

См. также в других словарях:

  • αιψηρός — αἰψηρός, ά, όν (Α) 1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός 2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος] …   Dictionary of Greek

  • αἰψηρός — quick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρά — αἰψηρός quick neut nom/voc/acc pl αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc/acc dual αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρῶν — αἰψηρός quick fem gen pl αἰψηρός quick masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρόν — αἰψηρός quick masc acc sg αἰψηρός quick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηροῖο — αἰψηρός quick masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηροῖσι — αἰψηρός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρῇσι — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρῇσιν — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρή — αἰψηρός quick fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰψηρήν — αἰψηρός quick fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»