Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ψευδῆ

См. также в других словарях:

  • ψευδῆ — ψευδής lying neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψευδής lying masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ψευδής lying masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύδη — ψεύ̱δη , ψεῦδις masc/fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ψεύ̱δη , ψεῦδος falsehood neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψεύ̱δη , ψεῦδος falsehood neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύδῃ — ψεύδω cheat by lies pres subj mp 2nd sg ψεύδω cheat by lies pres ind mp 2nd sg ψεύδω cheat by lies pres subj act 3rd sg ψεύ̱δηι , ψεῦδις masc/fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύδηι — ψεύδῃ , ψεύδω cheat by lies pres subj mp 2nd sg ψεύδῃ , ψεύδω cheat by lies pres ind mp 2nd sg ψεύδῃ , ψεύδω cheat by lies pres subj act 3rd sg ψεύ̱δηι , ψεῦδις masc/fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α …   Dictionary of Greek

  • ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… …   Dictionary of Greek

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

  • Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση …   Dictionary of Greek

  • Reason — involves the ability to think, understand and draw conclusions in an abstract way, as in human thinking. The meaning of the word reason overlaps to a large extent with rationality and the adjective of reason in philosophical contexts is normally… …   Wikipedia

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»