Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τινάς

См. также в других словарях:

  • τινάς — τινας , τις any one masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίνας — τίς masc/fem acc pl τινας , τις any one masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινάς — και τινάδες, Ν σπάν. τ. ονομ. πληθ. τού αρσ. τής αόρ. αντων. τις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τινά, αιτ. τής αόρ. αντωνυμίας τις, κατά τα αρσ. σε άς] …   Dictionary of Greek

  • τινας — τις any one masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • ABDICANDI jus — inter patriae potestatis apud Athenienses iura fuit, quam in rem scripta lex: Τοὺς γονέας κυρίους εἶναι ἀπὸνηρύτραι. Parentibus abdicare liberos ius esto, apud Demosth. in Baeot. Nec ve4ro liberos tantum, quos genuerant, sed etiam adoptivos, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LERNA — lacus in agro Argivo, Herculis labore notissimus, qui in eo Hydram Lernaeam dicitur interemisse; vicinae omni reg. adeo infestam, ut locum fecerit Proverbio Λέρνη κακῶν, de malis multis in unum congestis. Locus fabulae factus est, quod Hercules… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCHOLA — quid proprie sit, indicat Ausonius Eidyll. 4. ad Nepot. v. 5. Graio Schola nomine dicta est, Iustae laboriferis tribuantur ut otia curis. A Graeco nempe χολὴ, quod otium denotat, nomen invenit. Quia enim secundum Celsum de re Med. l. 1. in Prooem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευδοκιμία — εὐδοκιμία, ή (ΑΜ) [ευδόκιμος] 1. η ευδοκίμηση («μήτ εἴς τινας ὠφελείας ἐπιστημῶν βλέψαντες μήτε τινὰς εὐδοκιμίας», Πλάτ.) 2. ευτυχής έκβαση …   Dictionary of Greek

  • κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… …   Dictionary of Greek

  • προσλαμβάνω — ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη 2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τόν προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»