-
41 παθη
Ipl. к πάθος См. παθοςIIдор. πάθᾱ (πᾰ) ἥ1) претерпевание, испытывание, страдательное состояние(π. καὴ πρᾶξις Plat.)
2) тж. pl. случай, происшествиеπᾶσα ἥ ἑωυτοῦ π. Her. — все, что с ним приключилось
3) несчастье, горе(βαρεῖα Pind.; μελέα Soph.)
4) страдание, болезнь(τῶν ὀφθαλμῶν Her.)
τοῦ πνίγους π. Plat. — удушливая жара -
42 παρατοξευσις
-
43 πηρωσις
π. τῶν ὀφθαλμῶν Luc., Plut. — слепота;
π. τῆς ἀκοῆς Plut. — глухота -
44 στιλβηδων
-
45 υγρον
τό1) тж. pl. влага, жидкость Her., Xen., Plat.ἐφ΄ ὑγροῖς ζωγραφεῖν τι Plut. — писать по влажной штукатурке (al fresco)
2) ласковость, кротость(τὸ ἐμμελὲς καὴ ὑγρόν Plut.)
3) истома, томный взгляд(τῶν ὀφθαλμῶν Luc.)
-
46 φλογωσις
-
47 έτερος
έρα, ον другой;ο έτερος — один из двух;
τυφλός κατά τον έτερον των οφθαλμών — слепой на один глаз;
§ αφ' ετερον с другой стороны;έτερον εκάτερον — это совсем разные вещи
-
48 διαυγής
διαυγ-ής, ές,A translucent, of water, Arist. Mir. 840b34, AP9.227 ([place name] Bianor), 277 (Antiphil.): [comp] Sup., v.l. in Arist. Mu. 397a16;τὰ ὑγρὰ τῶν ὀφθαλμῶν -έστατα Alex.Aphr.Pr.1.68
, cf. Ecphant. ap. Stob.4.7.64; radiant, of metal, Call.Lav.Pall.21; of stars, A.R.2.1104; of gems,ἀμέθυστος AP5.204
;ὀφθαλμοί Aristaenet.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαυγής
-
49 διωθέω
Aδιῶσα Hom.
(v. infr.),διέωσα X.HG2.1.8
, ἐδίωσα codd. in Hero Aut.24.3:—push asunder, tear away, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν.. διῶσε the elm as it fell uprooted tore the bank away, Il.21.244;διώσας καὶ κατακτείνας ἐχθρούς E.Heracl. 995
; drive apart,τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους Pl.Ti. 67e
.II more freq. in [voice] Med. ([tense] fut.διώσομαι Democr.191
), force one's way through, break through,τὰ γέρρα Hdt.9.102
;τὸν ὄχλον X.Cyr.7.5.39
;τὰς τάξεις Plb.11.1.12
; δ. τὴν ὕλην, of roots, Thphr.HP8.11.8; τὴν θάλατταν, of a river, Plb.4.41.4.2 push from oneself, push away, τοῖς κόντοις διεωθοῦντο, of sailors, Th.2.84;ἡ γαστὴρ δ. τὸ περιττὸν εἰς τὴν νῆστιν Gal. 5.567
; repulse,στρατὸν ἰθυμαχίῃ Hdt.4.102
;οἷς [πέτροις].. διώσει στρατόν A.Fr.199.9
(Dobr.);κῆρας Democr.
l. c.; ; ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν repel it, D.21.124;τὴν ἐπιβουλήν Id.58.65
: abs., get rid of danger, Hdt.9.88.3 reject,τὴν εὔνοιαν Id.7.104
;ὃ μὴ προσίενται Th.4.108
;τὴν ἐπικουρίαν Arist.EN 1163b25
; of bribes, D.19.139: abs., refuse, Hdt.6.86.β, Plu.Brut.52: so [tense] pf. [voice] Pass. διῶσμαι cj. for δίωμαι in this sense, Thgn.1311. -
50 θωρακίζω
A arm with a breastplate or corslet,θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους X.Cyr.8.8.22
:—[voice] Med., put on one's breastplate, Id.An.2.2.14:—[voice] Pass., θωρακισθείς ib.3.4.35; τεθωρακισμένοι cuirassiers, Th.2.100, X.An.2.5.35; ἄγαλμα τεθ. OGI332.7 (Elaea, ii B.C.).II generally, cover with defensive armour,τοὺς ἡνιόχους ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν X.Cyr.6.1.29
;ὄγκῳ.. χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ephipp.14.10
: metaph., θ. ἑαυτούς, of wild boars, to sheathe themselves in mud, preparatory to fighting, Arist. HA 571b16; of the ichneumon,θωρακισθεὶς πηλῷ Str.17.1.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωρακίζω
-
51 κυαναυγής
κῠαν-αυγής, ές,A dark-gleaming, (lyr.);τὰς βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶ κ. Alciphr.3.1
; of the sea,κ. Ἀμφιτρίτη D.P. 169
, etc.;πηγή Supp.Epigr.4.467.25
(Milet., iii A.D.); com. of dithyrambs, Ar.Av. 1389.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυαναυγής
-
52 κύλα
A the parts under the eyes, Hp.Nat.Mul.15; τὰ κ. τοῦ προσώπου ἐξερυθριᾷ ib.9, cf. Mul.1.37;τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα Sor.1.44
, cf. Hsch., Phot.:—also [full] κυλάδες, αἱ, Eust.1951.18; [full] κυλίς, Poll.2.66; cf. κύλλαβοι, κύλλια, -
53 λαμυρός
II gluttonous, greedy,γάστρις καὶ λ. Epicr. 5.8
= Antiph.89.5; γαστρὶ χαριζόμενος τῆς οὐ λαμυρώτερον οὐδὲν Timo 7;ὀδόντες Theoc.25.234
; .III metaph., wanton, impudent, -ώτερον λέγειν X.Smp.8.24
;Ἀλκιβιάδου ἡ ἄγαν λ. πολιτεία Plu.Comp.Alc.Cor.1
;λάμυρόν τι προσβλέπειν τινί Id.Mar. 38
;λ. ἱστορίη AP7.450
(Diosc.); of women, coquettish, ib.5.161 (Asclep.); of Eros, λαμυροῖς ὄμμασι πικρὰ γελᾷ ib. 179 (Mel.);λαμυρὰς Πόθων ἀέλλας Cerc.5.10
: later in good sense, piquant, arch, like ἐπίχαρις, Phryn.259; charming, Plu.Caes.49, Eun.VSp.467 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμυρός
-
54 μαρμαρυγώδης
μαρμᾰρῠγ-ώδης, ες, 'Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμαρυγώδης
-
55 πάθη
πᾰθ-η, ἡ,A passive state, Pl.Ti. 80b; what is done or happens to a person orthing, opp. πρᾶξις, Id.Lg. 903b, cf. Epin. 983d; τὰς ἐκεῖ.. π. what happened there, S.Aj. 295; πᾶσαν τὴν ἑωντοῦ π. all that had happened to him, Hdt.1.122. -
56 πήρωσις
A maiming, disabling in the limbs or senses, γῆρας ὁλόκληρός ἐστι π. Democr.296, cf. Arist.EN 1131a9 : freq. in pl., Hp.Art.61, Pl.Lg. 874e, 925e, Arist.EN 1148b17 ; νόσοι καὶ πηρώσεις ib. 1145a31 ;πήρωσις τῶν ὀφθαλμῶν Plu.2.633c
, Luc.DMar.2.4 (abs., blindness, Dsc.2.180, Plu.2.791d, Luc.Dom.29) ;ἀκοῆς Plu.2.167c
: generally,π. τινὸς αἰσθήσιος Aret.SD1.4
;π. ψυχῆς Man.4.518
; of plants, Thphr.HP2.4.3, 4.14.8 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήρωσις
-
57 πλήσσω
πλήσσω, Nic.Al. 456, present used by Hom. and [dialect] Att. writers only in compd. ἐκπλ- (cf. πλήγνυμι); [dialect] Att. [full] πλήττω Arist.Ph. 224a33: [tense] fut.A , and late Prose, Philostr.VA5.39, ([etym.] ἐπι-) Il.23.580, ([etym.] ἐκ-) Pl.R. 436e, ([etym.] κατα-) X.Lac.8.3: [tense] aor. ἔπληξα, [dialect] Ep. πλῆξα, Il.2.266, Hes.Th. 855, Hdt.3.64, and later Greek, J.AJ4.8.33, Plu. 2.233f, BGU759.14 (ii A.D.), etc.; [dialect] Dor.πλᾶξα Pi.N.1.49
; never in [dialect] Att. (E.IA 1579 is spurious) exc. in compds. ἐκ-, κατα- (qq. v.); in the simple Verb the [tense] fut. and [tense] aor. of πατάσσω or παίω are used instead, as also in LXX: [tense] pf. πέπληγα, subj. , inf.πεπληγέναι X.An.6.1.5
(dub., but read by Ath.1.15e), part.πεπληγώς Il.5.763
, al. (also in pass. sense in late writers, LXX 2 Ch.29.9, Plu.Luc.31, Luc.Trag.115, Q.S.5.91, etc.); later [tense] perf. , Sam.86, J.AJ4.8.33: [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2ἐπέπληγον Il.5.504
,πέπληγον 23.363
, Od.8.264; inf.πεπληγέμεν Il.16.728
, 23.660; but part. πεπλήγοντες in [tense] pres. sense, Call.Jov.53, Nonn.D.28.327:—[voice] Med., [tense] fut. πλήξομαι ([etym.] κατα-) Plb.4.80.2, D.H.6.10, etc.: [tense] aor. ἐπληξάμην, [dialect] Ep. πληξάμην, h.Cer. 245, Hdt.3.14, and in late Prose, J.AJ16.10.7, ([etym.] κατα-) Plb.2.52.1, etc.; part.πληξάμενος Il.16.125
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2πεπλήγετο 12.162
, Od.13.198,πεπλήγοντο Il.18.51
:—[voice] Pass., [tense] pres.πλήσσομαι Ptol.Harm.1.1
: [tense] fut.πληγήσομαι X.Cyr.2.3.10
, D.18.263 (but in compos. ἐκ-πλᾰγήσομαι); alsoπεπλήξομαι E.Hipp. 894
, Ar.Eq. 271, Pl.Tht. 180a: [tense] aor.ἐπλήχθην Ph.1.39
, Dsc.1.93, Placit.4.14.3, but mostly ἐπλήγην, Hdt.5.120, S.OC 605, etc. (the former nowhere in Trag., exc.ἐκ-πληχθείς E.Tr. 183
(lyr.)); part.πληγείς Il.8.12
, A.Th. 608, Frr.139, 180, Antipho4.4.3, etc.; [dialect] Dor. πλᾱγείς (v. infr. 1.1a ad fin.); [dialect] Aeol. πλάγεις [ᾱ] Alc.Supp.26.3; (ἐπλάγην [ᾰ] only in compds. ἐξ-, κατ-, of persons struck with terror or amazement): [tense] pf.πέπληγμαι Hdt.1.41
, etc.—in [dialect] Att. and Trag., also LXX, the simple Verb is scarcely found exc. in [tense] fut. 2 and 3, [tense] aor. 2, and [tense] pf. [voice] Pass., but [tense] fut. [voice] Act. is used once by A., [tense] pf. 2 πέπληγα by Ar. and X. (v. supr.); Hdt. uses the [voice] Act. ([tense] aor. ) only in 3.64,78.—The [tense] pres. πλήσσω, πλήσσομαι are unknown to [dialect] Att. writers (also to LXX, exc. 4 Ma.14.19), who use the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. of παίω, τύπτω instead (v. sub his vv.); whereas the [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπλήγην is used instead of ἐπαίσθην, ἐπατάχθην, or ἐτύφθην ([etym.] ἐτύπην): henceπαίσαντές τε καὶ πληγέντες S.Ant. 172
;πότερον πρότερος ἐπλήγην ἢ ἐπάταξα Lys.4.15
; πατάξας καταβάλλω, opp. πληγεὶς κατέπεσεν, Id.1.25,27;ὁ πληγεὶς ἀεὶ τῆς πληγῆς ἔχεται, κἂν ἑτέρωσε πατάξῃ τις, ἐκεῖσ' εἰσὶν αἱ χεῖρες D.4.40
;ὅταν ὁ μὲν πληγῇ, ὁ δὲ πατάξῃ Arist.EN 1132a8
;πατάξαι ἢ πληγῆναι Id.Rh. 1377a21
; so in D.21.33,38 the [voice] Act. πατάξαι corresponds with the [voice] Pass. πληγῆναι in ib.36,39:—strike, smite, freq. in Hom., esp. of a direct blow, opp. βάλλειν (οὔτε πληγέντα.., οὔτε βληθέντα Hdt.6.117
),πλῆξεν.. κόρυθος φάλον Il.3.362
; , cf. 16.791; πλήξας ξίφει αὐχένα ib. 332;μή τις.. ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ Od.18.57
, etc.;ἱστὸς.. πλῆξε κυβερνήτεω κεφαλήν 12.412
: c. acc. dupl. pers. et rei, strike one on..,τὸν δ' ἄορι πλῆξ' αὐχένα Il.11.240
, etc.;τὸν.. ξίφεϊ.. κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ' 5.147
;τὸν.. κατ' ἄκνηστιν μέσα νῶτα πλῆξα Od.10.162
; πὺξ πεπληγέμεν, of boxers, Il.23.660;πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192
; πεπληγὼς ἀγορῆθεν ἀεικέσσι πληγῇσιν having driven him with blows, 2.264; κῦμα.. μιν.. πλῆξεν struck him, Od.5.431;ὦσε ποδὶ πλήξας 22.20
; ἵππω πλήξαντε [ποσὶ τὸν νεκρόν] Il.5.588;πέπληγον χορὸν ποσίν Od.8.264
; ἵππους ἐς πόλεμον πεπληγέμεν whip on the horses to the fray, Il.16.728; of Zeus, strike with lightning, Hes. Th. 855:—[voice] Med., μηρὼ πληξάμενος having smitten his thighs, Il.16.125;καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ 12.162
(butστῆθος πλήξας Od.20.17
); πλήξασθαι τὴν κεφαλήν, as a token of grief, Hdt.3.14:—[voice] Pass., to be struck, smitten, πληγέντε κεραυνῷ stricken by lightning, Il.8.455, etc.; of a ship,Διὸς πληγεῖσα κ. Od.12.416
; of a tree, Hes.Sc. 422, cf. Th. 861; ἡ κριθὴ ἐπλήγη (by hail?) PPetr.2p.69 (iii B. C.): freq. in Trag.,πληγεὶς θεοῦ μάστιγι A.Th. 608
;Διὸς πληγέντα.. πυρί E.Supp. 934
; πληγείς τινος stricken by a man, Id.Or. 497 (s.v.l.); ἔβραχε θύρετρα πληγέντα κληῗδι touched by the key, Od.21.50;ὥσπερ τὰ χαλκία πληγέντα.. ἠχεῖ Pl.Prt. 329a
;ὑπὸ δόρατος πλαγεὶς δι' ἀμφοτέρων τῶν ὀφθαλμῶν IG42(1).122.64
(Epid., iv B. C.): c. acc. cogn.,πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag. 1343
.2 with acc. of the thing set in motion, κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων struck the dust up to heaven, Il.5.504; Ζεὺς ἐπ' Ἴδᾳ πλᾶξε κεραυνόν (for Ἴδαν πλᾶξε κεραυνῷ) Pi.N.10.71:—[voice] Pass., πλήσσονται λινέαις ὄρτυγες ἐν νεφέλαις are dashed against the nets, Call.Aet.3.1.37.4 of musical sounds,οὑτωσὶ πληγέντα οὕτως ἐφθέγξατο τὰ φωνήεντα Plot.3.3.5
.II metaph. in [voice] Pass., receive a blow, to be heavily defeated, Hdt.5.120, 8.130, Th.4.108, 8.38; to be stricken by misfortune,συμφορῇ πεπληγμένον Hdt.1.41
, cf. A.Ch. 31 (lyr.); στρατὸν τοσοῦτον πέπληγμαι I am smitten in so great a host, Id.Pers. 1015 (lyr.); (lyr.);φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις S.Ant. 819
(anap.).2 to be smitten emotionally,ἱμέρῳ πεπληγμένοι A.Ag. 544
; also πληγέντες δώροισι touched by bribes, Hdt.8.5;ἐξ ἔρωτος Hermesian. 7.42
;τὴν καρδίαν πληγεὶς ὑπὸ λόγων Pl.Smp. 218a
, etc.3 [voice] Act. of wines, when smelt or drunk, overpower,τὴν κεφαλήν Gal.18(2).568
, 15.672; shock,κατασεισμὸς πλήσσει [τινὰ] βιαίως Sor.1.72
:— [voice] Pass.,πληττομένη ἡ μήτρα Id.2.59
. (Cf. πλάζω, Lat.plango, Goth. faiflōkun (redupl.) 'they beat their breasts'.) -
58 προεξανίσταμαι
A rise before or first, Hdt.9.62; rouse oneself beforehand, D.18.163, J.AJ18.6.10;π. τῷ πολέμῳ
make war first,Plu.
Rom.16: c. gen.,π. τοῦ τέλους Lib.Or.51.4
; to be roused before,τὼ χεῖρε π. τῶν ὀφθαλμῶν Them.Or.17.216c
.2 in a race, start before the signal is given,οἱ προεξανιστάμενοι ῥαπίζονται Hdt.8.59
, cf. Plu.Them.11; - αναστάντας καταγινώσκειν condemn hastily, Ph.2.210.3 revolt prematurely, Plu.2.459e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξανίσταμαι
-
59 στίμμισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στίμμισμα
-
60 στραγγός
A twisted, crooked, Hsch., Phot., Suid.II complicated, irregular,πυρετοί Ruf.
ap. Orib.8.24.30: [comp] Comp., αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Cass.Pr. 14.2 shameless, Phot., Suid.III ([etym.] στράγξ) flowing drop by drop,κάθαρσις Sor.1.2
, al.: [comp] Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. -γῶς, καθαίρεσθαι ib.31.—In Hsch., Phot., Suid. written στραγός; in cod. Sor. στραγκός: [comp] Comp.στραγώτερος Antyll.
ap. Orib.l.c., Phot. (- ότερος Suid.
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραγγός
См. также в других словарях:
Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… … Dictionary of Greek
ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… … Dictionary of Greek
очьныи — (13) пр. Пр. к око: ѿ зѣница очныѧ въсхыщаемыѧ сѣни. КР 1284, 356в; паѹла… избраньствомь сподоби и васили˫а вкупѣ оц҃а рускаго очьныи недугь отерлъ ѥси мл(с)тве. твоимь кр҃щниѥмь. МинПр XIII/XIV, 68; ѿверзостасѧ ѡчи ѥю и разѹмѣста, ˫ако нага ѥста … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek
ετεροφθαλμία — η (ΑΜ ἑτεροφθαλμία) [ετερόφθαλμος] νεοελλ. ιατρ. διαφορά στην εμφάνιση τών δύο ματιών ως προς το μέγεθος, τη θέση τού άξονά τους και, πιο συχνά, το χρώμα τής ίριδας μσν. στον πληθ. αἱ ἑτεροφθαλμίαι οι μαγγανείες, οι γοητείες μσν. αρχ. διαφορά στο … Dictionary of Greek
οφθαλμοστρόφος — ο 1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα») 2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» νευρική κρίση κατά τη διάρκεια τής οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… … Dictionary of Greek