Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κάρηνον

См. также в других словарях:

  • κάρηνον — και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α) 1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.) 3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κάρηνον — head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάρηνον — Κάρηνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρήνοις — κάρηνον head neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρήνου — κάρηνον head neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρήνων — κάρηνον head neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρήνῳ — κάρηνον head neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρηνα — κάρηνον head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • CRIU-METOPON — i. e. Arietis frons. promontor. geminum. Unum Cretae in ora Australi ad Occidentem, Capao S. Iani Nigro, Capo Leone Pineto. Capo Crio; prope vicus est S. Giovanni de Capo Crio. Baudrand. Dionys. v. 87. Η῞τ᾿ εἰς ἅλα πουλὺ νένευκε Πὰρ ςθ᾿ ἱερην`… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αερσικάρηνος — ἀερσικάρηνος, ον (Μ) αυτός που υψώνει υπερήφανα το κεφάλι, που κοιτάζει αφ’ υψηλού, αγέρωχος, υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + κάρηνον «κεφάλι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»