Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τέρματα

См. также в других словарях:

  • τέρματα — τέρμα end neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμαθ' — τέρματα , τέρμα end neut nom/voc/acc pl τέρματι , τέρμα end neut dat sg τέρματε , τέρμα end neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρματ' — τέρματα , τέρμα end neut nom/voc/acc pl τέρματι , τέρμα end neut dat sg τέρματε , τέρμα end neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

  • πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… …   Dictionary of Greek

  • Demetris Th. Gotsis — (Greek: Δημήτρης Θ. Γκότσης) is a Greek poet and author residing in Cyprus. He was born on October 26, 1945 in Thessaloniki, Greece. He studied Medicine at the Aristotle University of Thessaloniki and received musical education since his parents… …   Wikipedia

  • Classical compass winds — The Tower of the Winds in Athens Classical compass winds refers to the naming and association of winds in Mediterranean classical antiquity (Ancient Greece and Rome) with the points of geographic direction and orientation. Ancient wind roses… …   Wikipedia

  • COLCHE — inter Oceani Orientalis oppida et Indica, apud Aethicum in Cosmogr. Sigoton, Palibothra, Alexandropolis, Adlenitae, Colche, Patale: uti in duobus antiquissimis Regiae Bibliothecae codicibus scriptum. At in alio longe vetustissimo Thuanaeo, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • σκορ — το, Ν άκλ. 1. ο αριθμός τών βαθμών, πόντων ή τερμάτων που σημειώνει ένας παίκτης ή μια ομάδα σε αθλητική συνάντηση 2. (κατ επέκτ.) το αποτέλεσμα σε βαθμούς ή σε τέρματα μιας αγωνιστικής προσπάθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. score] …   Dictionary of Greek

  • σκοράρω — Ν [σκορ] σημειώνω βαθμούς, πόντους ή τέρματα σε αθλητική συνάντηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»