-
21 ανυμφος
21) лишившийся супругов, опустевший, осиротевший(μέλαθρα Eur.)
2) безбрачный, одинокий(τροφή Soph.)
νύμφη ἄ. Eur. — несчастная (мнимая) невеста -
22 ανωφελητος
21) неиспользуемый, не приносящий пользы(γῆ Xen.)
2) бесполезный, бесплодный, напрасный(τροφή Soph.)
ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. — напрасно страдать3) негодный(τέκνα Soph.)
-
23 αοινος
-
24 απεπτος
-
25 αραιος
I.ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
II.3 и 21) призываемый в молитвах(Ζεύς Soph.)
2) отягощенный проклятьем, проклятый(γονά Aesch.; ἀραῖόν τινα λαβεῖν Soph.)
3) гибельный, губительный, несущий проклятье(τινι Aesch., Soph., Plat.)
-
26 αραιος...
ἁραιός...ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
-
27 αυξητικος
-
28 βιαιος
3 и 21) чинящий насилие, насильничающий(Κῆρες HH.; β. καὴ πλεονέκτης Thuc.; ἀνήρ Plut.)
2) насильственный(ἔργα Hom.; θάνατος Her., Plat.; τελευτή Arst.)
3) сильный, резкий(ἄνεμος Arst.)
4) вынужденный, подневольный, принудительный(πράξεις Plat.; τροφή Arst.)
5) жестокий, мучительный(νόσος Soph.)
6) искусственный, неестественный(παρὰ φύσιν καὴ β. Plat.; βίος Arst.)
-
29 γαλακτωδης
-
30 γηρασκω
γηράσκω, γηράω(fut. γηράσω и γεράσομαι с ᾱ, aor. ἐγήρασα - inf. γηρᾶναι или γηράναι и тж. γηρᾶσαι; part. γηράς - эп. dat. pl. γηράντεσσι; pf. γεγήρᾱκα)1) стареть, стариться(λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισι Hom.; γηράσκει πάντα ὑπο τοῦ χρόνου Arst.)
ἂν γηράσῃ Plut. — если бы он дожил до старости;κηρύσσων γήρασκε Hom. — он состарился в должности глашатая;οὐ γεγήρακεν σθένος Soph. — сила не ослабела2) зреть, созревать(μῆλον ἐπὴ μήλῷ γηράσκει Hom.)
ὅ γηράσκων χρόνος Aesch. — уходящее вперед время3) старить, лишать сил(λυσσητῆρα πόδα Anth.)
γηρᾶσαί τινα τροφῇ Aesch. — дать дожить кому-л. до старости4) med. переживать, житьτρεῖς ἐλάφους ὅ κόραξ γηράσκεται Hes. — ворон живет три оленьих века
-
31 γηραω...
γηράω...γηράσκω, γηράω(fut. γηράσω и γεράσομαι с ᾱ, aor. ἐγήρασα - inf. γηρᾶναι или γηράναι и тж. γηρᾶσαι; part. γηράς - эп. dat. pl. γηράντεσσι; pf. γεγήρᾱκα)1) стареть, стариться(λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισι Hom.; γηράσκει πάντα ὑπο τοῦ χρόνου Arst.)
ἂν γηράσῃ Plut. — если бы он дожил до старости;κηρύσσων γήρασκε Hom. — он состарился в должности глашатая;οὐ γεγήρακεν σθένος Soph. — сила не ослабела2) зреть, созревать(μῆλον ἐπὴ μήλῷ γηράσκει Hom.)
ὅ γηράσκων χρόνος Aesch. — уходящее вперед время3) старить, лишать сил(λυσσητῆρα πόδα Anth.)
γηρᾶσαί τινα τροφῇ Aesch. — дать дожить кому-л. до старости4) med. переживать, житьτρεῖς ἐλάφους ὅ κόραξ γηράσκεται Hes. — ворон живет три оленьих века
-
32 δαψιλης
-
33 δημοσιον
τό1) государство(τὸ Κορινθίων δ. Her.)
οἱ ἐκ δημοσίου Xen. — представители государственной власти;ὅ ἐκ δημοσίου μισθός Thuc., Xen. — государственное жалование;πρὸς τὸ δ. προσιέναι Dem. — заняться государственными делами;3) государственная тюрьмаοἱ ἐν τῷ δημοσίῳ Thuc. — заключенные
4) государственный архив(γράμματα ἐν τῷ δημοσίῳ κείμενα Dem.). - см. тж. δημόσια I
-
34 διαρκης
21) достаточный(χρήματα καὴ σῖτος Thuc.; ὠφέλεια Dem.; τροφή Arst.; δ. εἰς ἅπαντα Plut.)
δ. πρὸς ἄμυναν Plut. — могущий отразить (врагов)2) длительный, продолжительный(ὑετοί, ἔρως Plut.)
-
35 διατροφη
-
36 διεκπεραω
1) проходить насквозь, проникать(ἥ ταχὺ διεκπερῶσα τροφή Plat.; διὰ μέσου τινῶν Diod.)
2) переходить, переступать(Ἡρακλέας στήλας Her.; ἐς Φωκέων χθόνα Aesch., v. l.)
3) переправляться(τὸν ποταμόν Her.)
ῥᾷστα δ. τὸν βίον Eur. — легко прожить свою жизнь4) жить, существовать(κατὰ φύσιν Plut.)
5) проходить мимо, обходить, пренебрегать(τι Arph.)
-
37 δυσβρωτος
-
38 δυσδιαχωρητος
2с трудом проходящий (через организм), т.е. неудобоваримый (sc. τροφή Arst.) -
39 δυσπονητος
-
40 εισαγωγιμος
См. также в других словарях:
τροφή — τροφή, η και θροφή, η με ό, τι τρέφεται κανείς, τρόφιμο, φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφή — nourishment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… … Dictionary of Greek
τροφῇ — τρέφω thicken pres subj mp 2nd sg (epic) τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic) τρέφω thicken pres subj act 3rd sg (epic) τροφέω serve as a wet nurse pres subj mp 2nd sg τροφέω serve as a wet nurse pres ind mp 2nd sg τροφέω serve as a wet nurse… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῆ — τροφεύς one who brings up masc nom/voc/acc dual τροφεύς one who brings up masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῆι — τροφῇ , τρέφω thicken pres subj mp 2nd sg (epic) τροφῇ , τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic) τροφῇ , τρέφω thicken pres subj act 3rd sg (epic) τροφῇ , τροφέω serve as a wet nurse pres subj mp 2nd sg τροφῇ , τροφέω serve as a wet nurse pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρί — Τροφή η οποία προέρχεται από το γάλα, μετά από μια διαδικασία ωρίμανσης, που συντελείται με τη χρησιμοποίηση διαφόρων μικροβίων, κυρίως βακτηρίων, που προκαλούν τις διάφορες ζυμώσεις. Υπάρχουν, γενικά δύο είδη τ.: τα μαλακά και τα σκληρά. Η… … Dictionary of Greek
τροφαῖς — τροφή nourishment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαῖσι — τροφή nourishment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαῖσιν — τροφή nourishment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαί — τροφή nourishment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)