Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πράξεις

См. также в других словарях:

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek

  • Πραξεῖς — Πραξίς fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραξεῖς — πρᾱξεῖς , πράσσω pass through fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράξεις — πράσσω pass through aor subj act 2nd sg (epic) πρά̱ξεις , πράσσω pass through aor subj act 2nd sg (epic) πρά̱ξεις , πράσσω pass through fut ind act 2nd sg πρά̱ξεις , πρᾶξις doing fem nom/voc pl (attic epic) πρά̱ξεις , πρᾶξις doing fem nom/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαδδαίου Πράξεις ή Εδεσσηναί — Πράξεις απόκρυφου Ευαγγελίου, που αποδίδονται στον απόστολο Θαδδαίο και εκδόθηκαν το 1851 από τον Τίσεντορφ. Περιγράφουν τη δράση του απόστολου που από την Έδεσσα επισκέφθηκε την Παλαιστίνη, ακολούθησε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • Πράξεις των Αποστόλων — Βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που αποτελεί συνέχεια των Ευαγγελίων και αφηγείται τη δράση των Αποστόλων, ιδιαίτερα του Πέτρου και του Παύλου, μετά την ανάληψη του Ιησού. Θέμα του έργου, που έχει μεγάλη σπουδαιότητα από ιστορική και δογματική πλευρά …   Dictionary of Greek

  • αθέμιτες πράξεις — Λέγονται οι πράξεις που είναι αντίθετες με το δίκαιο και την έννομη τάξη. Ο όρος αθέμιτος είναι ισοδύναμος με τον όρο άδικος. Έτσι, α.π. είναι οι άδικες πράξεις. Κατά τον προϊσχύοντα ποινικό νόμο, ο όρος δήλωνε κάθε αξιόποινη πράξη, δηλαδή κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Συντακτικές Πράξεις — Κανόνες δικαίου που θεσπίζει η εκτελεστική εξουσία με τις πράξεις αυτές μεταρρυθμίζονται ή καταργούνται διατάξεις του Συντάγματος. Σ. πράξεις είναι και τα αναγκαστικά διατάγματα, τα οποία επίσης εκδίδονται, παρά τις διατάξεις του Συντάγματος που… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομικά αδικήματα — Πράξεις ή παραλείψεις που αφορούν τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις σχετικές διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα. Οι διατάξεις αυτές αφορούν τη ρύθμιση και τον έλεγχο των τιμών των αγαθών, τα ποσοστά κέρδους …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»