-
1 δυσπονητος
См. также в других словарях:
δυσπόνητος — δυσπόνητος, ον (Α) 1. αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο 2. αυτός που αποκτάται με κόπο … Dictionary of Greek
δυσπόνητον — δυσπόνητος bringing toil and trouble masc/fem acc sg δυσπόνητος bringing toil and trouble neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπόνητε — δυσπόνητος bringing toil and trouble masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)