-
1 δυσδιαχωρητος
2с трудом проходящий (через организм), т.е. неудобоваримый (sc. τροφή Arst.)
См. также в других словарях:
ευδιαχώρητος — εὐδιαχώρητος, ον (Α) (για τροφές) εύπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α διαχώρητος, δυσ διαχώρητος] … Dictionary of Greek